Συνολικές προβολές σελίδας

Παπάρ ... Yes !!!!!

Παπάρ ... Yes !!!!!

Πέμπτη 26 Απριλίου 2007

Εvery day is like Sunday ή αλλιώς πως πέρνανε τις Κυριακές τους τα tres chic άτομα

Κυριακή βράδυ κι η Αθήνα έχει φορέσει τα καλοκαιρινά της. Το αεράκι τόσο δροσιστικό όσο πρέπει για να μην ιδρώνεις, αλλά και τόσο ζεστό όσο να το καλωσορίζεις καθώς μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο.
Γαλάζιο πουκάμισο με άσπρες και ελαφρά κίτρινες ρίγες, φθαρμένο diesel jean, μοκασίνια... Παρκάρω στο τέρμα του τραμ. Τα αυτιά μου «ερεθίζονται» από τον απόηχο της μουσικής που πλανάτε στον αέρα. «Summertime and the living is easy» Το καλοκαίρι μου χαμογελάει στον νυχτερινό ουρανό και τα βήματα μου με οδηγούν στην παραλιακή. Τι κι αν είναι ακόμα Απρίλιος ? Τα μαγαζιά της παραλιακής έχουν αρχίσει να ανοίγουν και η ζωή στην Αθήνα, για άλλη μια φορά, μεταμορφώνεται από το ψευδό Νεουορκέζικο στιλ του χειμερινού κέντρου, στο ψεδό ΛοςΑτζελικό στιλ των θερινών νοτίων προαστίων.

Τρίτη 24 Απριλίου 2007

Here comes the rain again, falling on my head like a memory...


Βήματα. Η τηλεόραση είναι το μόνο πράγμα που ακούγεται. *κλικ* ο διακόπτης ανάβει. Το χέρι στο πόμολο, η πόρτα ανοίγει, λίγο άρωμα του Davidoff και Back on the road again. Το μαλλί με περισσότερες άσπρες πινελιές απ' ότι κάποια χρόνια πριν. Ένας άλλος Pepe le Pew στην αναζήτηση για το ιδανικό ταίρι. Το ασανσέρ με οδηγεί στο ισόγειο. Κλειδί, ήχος, αναβόσβημα φώτων, ήχος μηχανής, μουσική, φώτα, κάμερα, ACTION….


Πέμπτη 19 Απριλίου 2007

The Lady Who Left Earlier

Στο χαλάκι έξω από την πόρτα κοιμόταν μια γάτα. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Την απέφυγα με μια περίτεχνη πιρουέτα, κατάλοιπο του μπαλέτου που έκανα μικρός, και μπήκα. Το μαγαζί άδειο, όπως πάντα. Και ο Λευτέρης πίσω από τη μπάρα, όπως πάντα.
Νεύμα με το κεφάλι. Πρώτη γουλιά ουίσκι. Από πάνω το πορτραίτο του Τζάγγερ, σε στυλ Χριστός σε τάξη δημοτικού, να σε κοιτάει επίμονα. Παντού αφίσες των Jefferson Airplane. H μουσική σταματημένη το εβδομήντα πέντε. Η ζωή λίγα χρόνια αργότερα. O Λευτέρης. Πάντα εκεί. Να σε σερβίρει αμίλητος. Χρόνια ατελείωτα. Μετέωρος. Μόνο με τις αναμνήσεις του. Δηλαδή την Όλγα. Την Ολγάρα. Όποιος την είχε γνωρίσει την θυμόταν για πάντα. Γυναίκα, όχι μαλακίες. Περπάταγε και τη χάζευες. Μαγκιά και σεξουαλικότητα σε ένα απίστευτο κράμα.

Ο Λευτέρης περηφανεύοταν που τον είχε επιλέξει. Έτσι το έβλεπε. Ότι τον επέλεξε ανάμεσα στους άντρες. Τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια. Από τότε που πέθανε, ο Λευτέρης τέλειωσε. Πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο μπαράκι που του ξέμεινε, ίδιο από τότε, και στο σπίτι του στην Ερεσσού, ένα δρόμο πιο κάτω, ίδιο από τότε. Δεν είχε πειράξει τίποτα. Όπως τ’ άφησε αυτή, έλεγε. Καινούριο πικ-απ για να μην βγάλει τον τελευταίο δίσκο που άκουσε, τα καλλύντικά της στο μπάνιο με το μισοτελειωμένο ρουζ ανοιχτό, τα εσώρουχα της στο συρτάρι. Τα εσώρουχά της. Το πιο πολύτιμο κειμήλιο του.

Αν πέρναγε κανείς απ’ το μαγαζί, καλώς. Διαφορετικά μόνος του. Να ακούει τους τραγικούς του ήρωες. Χέντριξ, Τζάνις, Μόρισον, Μπάρρετ, Τζόουνς, που έφυγαν νωρίς. Όπως και η Όλγα. Στα μάτια του δεν έβλεπες ούτε πόνο ούτε απελπισία. Μόνο έναν πάγο που δεν έλεγε να λιώσει εικοσιπέντε χρόνια τώρα.

Κοιτούσα τον Τζάγγερ. Τα βινύλια έπαιζαν Κinks. Μετά το πέμπτο ουίσκι, ο Λευτέρης πήρε το μπουκάλι και έκατσε δίπλα μου. Δεν το θυμάμαι ποτέ πάλι να εγκαταλείπει το πόστο του. Είχα την εντύπωση πως του ήταν αδύνατο να κάτσει από την έξω πλευρά της μπάρας. Πήρε ποτήρι, σέρβιρε πρώτα εμένα και μετά τον εαυτό του.
- Τέτοια μέρα πέθανε. Το ογδονταπέντε. Τη θυμάμαι σαν σήμερα αυτή τη μέρα. Λίγο πριν ξεψυχήσει μου ψιθύρισε στο αυτί ότι δεν ήθελε να πεθάνει. Μου έσφιξε το χέρι. Και έμεινε εκεί. Με ανοιχτά τα μάτια να με κοιτάει και ένα χαμόγελο χαμένης ελπίδας. Ανήμερα στα γενέθλιά της. Έκλεινε τα τριανταέξι. Τα τριανταέξι. Την πήρε μικρή ο καριόλης, γαμώ το μουνί της μάνας του.

Όλα αυτά χωρίς ίχνος συγκίνησης. Σαν να ήταν η ιστορία κάποιου άλλου. Στα ήχεια έπαιζαν κάτι ψαλμωδίες των Floyd.

- Μετά τέλος. Σε άλλη διάσταση. Εικοσιπέντε χρόνια σε άλλη διάσταση. Χάος και σκοτάδι. Παντού. Εικοσιπέντε χρόνια χωρίς ούτε ένα χαμόγελο. Ξέρεις τι είναι να έχεις να γελάσεις εικοσιπέντε χρόνια;

Ήπιε μια γερή γουλιά. Άναψε τσιγάρο, ακόμα Camel, και ξαναγέμισε το ποτήρι.

- Κάθε βράδυ την περιμένω να μπει. Αλλά τίποτα. Αυτή δεν έρχεται. Την έχω αφήσει καιρό μόνη της και μου ‘χει νευριάσει.

Δεν ξαναμίλησε όλο το βράδυ. Απλώς πίναμε κοιτώντας τον καθρέφτη. Καποια στιγμή μετά το τρίτο μπουκάλι ουίσκι έπεσε στη μπάρα, κομμάτια από το αλκοόλ. Μάλλον θα ήθελε να συναντήσει την Όλγα στα όνειρα του. Σηκώθηκα να τους αφήσω μόνους. Έφτασα στην πόρτα τρεκλίζοντας. Έξω πίσσα σκοτάδι. Το απόλυτο μαύρο πριν το ξημέρωμα. Η γάτα κοιμόταν ακόμα στο χαλάκι.

Το πρωί με βρήκε να κοιμάμαι σε ένα παγκάκι στη Βαλτετσίου. Και τον Λευτέρη, ακόμα πάνω στη μπάρα. Αυτή τη φορά με μια σφαίρα στον κρόταφο. Το πικ-απ συνέχιζε να παίζει κάτι ψαλμωδίες των Floyd.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2007

Είναι βολικά εδώ


Έχει πάει 00:33. Πρέπει να κοιμηθώ. Αύριο έχω ξύπνημα στις 07:38. Βγάζω κάλτσες και φόρμα. Είμαι με το από πάνω της πυτζάμας. Μια μπλε πιτζάμα με κάτι εξαθλιωμένους γκριζωπούς ρόμβους. Είναι ξεθωριασμένη στους αγκώνες. Βασικά, είναι γενικά ξεθωριασμένη. Κι όμως μου αρέσει. Την έχω συνηθίσει. Από μέσα, μια φαγωμένη μπλούζα προσπαθεί να με αγκαλιάσει. Γράφει κάτι ξεπερασμένα, τύπου «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Την είχα αγοράσει στη πενταήμερη στα Χανιά. Είχα περάσει καλά στα Χανιά.

Κατευθύνομαι στην τουαλέτα να βουρτσίσω τα δόντια μου. Πάντα μου την έσπαγε αυτή η κατάσταση. Αλλά έτσι έμαθα. Ικανοποιημένος, σηκώνω το πρόσωπό μου μπροστά στον καθρέφτη. Στάζουν νερά από το σαγόνι μου. Κοιτάω. Ξανακοιτάω. Συγκεντρώνομαι στις κόρες των ματιών μου. Συστολή. Διαστολή. Επεξεργάζομαι τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Μου φαίνονται ξένα. Κι όμως είναι δικά μου. Παίρνω μηχανικά την πετσέτα και την ακουμπώ στο πρόσωπό μου. Δεν σκουπίζομαι. Απλώς την ακουμπώ. Ταμποναριστά, όπως λέει και η μάνα μου. Αφού εναποθέσω στον θρόνο τα τελευταία υγρά της ημέρας, κατευθύνομαι στον αρχικό μου στόχο. Το κρεβάτι.

Μπαίνω στο δωμάτιό μου. Κοντοστέκομαι. Βλέπω το κρεβάτι στρωμένο με το παιδικό μου πάπλωμα. Έχει πιγκουΐνους το πάπλωμά μου. Νιώθω να με καλούν οι πιγκουΐνοι. «Ναι, αλλά κάνει κρύο εκεί που είναι οι πιγκουΐνοι», σκέφτομαι. Έχω πολύ καλή σχέση με αυτά τα πλάσματα. Κάνω τα πάντα μαζί με τους. Τρώω, πίνω καφέ, διαβάζω, ακούω μουσική, κάνω έρωτα και… ενίοτε σκέφτομαι. Σήμερα έχω όρεξη για το τελευταίο. Ίσως και να μην έχω άλλη εναλλακτική. Σήμερα θα συζητήσω.

Μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα. Είναι ζεστά. Είναι καλοί οι πιγκουΐνοι μαζί μου. Κλείνω τα μάτια. Συνήθως, δεν αργώ να κοιμηθώ. Σήμερα όμως, είπαμε, θα συζητήσω. Κλείνω τα βλέφαρα και προσπαθώ να είμαι ειλικρινής. Αρχίζω και με γδύνω. Με έχω απέναντι γυμνό και με μαστιγώνω. Προσπαθώ να βγω από μένα και να με δω. Αγωνιώ να καταλάβω γιατί και πως. Προσπαθώ να βρω την αλήθεια. Νομίζω ότι φτάνω στα όρια του μαζοχισμού. Πονάει αλλά μου αρέσει. Πιστεύω ότι αυτή τη φορά είμαι πιο κοντά στην αλήθεια. Τι κάνω και γιατί το κάνω; πόσο ειλικρινής είμαι;

Με έχω απέναντι και με κοιτώ. Τον έχω απέναντι μου πλέον. Είναι φορές που απορώ με αυτόν. Δεν τον καταλαβαίνω. Γιατί δεν τον καταλαβαίνω; Τώρα θα δει τι έχει να πάθει. Βλέπω πράγματα και τρομάζω. Άλλα πάλι, μου αρέσουν. Περίεργα συναισθήματα. Επικεντρώνομαι σε αυτά που τον τρομάζουν και σιγά - σιγά μπαίνω σε επικίνδυνα μονοπάτια. Λαβύρινθος. Χάνομαι. Ξαφνικά βλέπω τους πιγκουΐνους. Είναι όλο το παρεάκι μαζεμένο. Χοροπηδούν. Προτιμώ να αράξω. Σήμερα φοβάμαι πιο πολύ από άλλες φορές. «Την επόμενη φορά», λέω. Δεν μου μένει τίποτα άλλο πια να κάνω εδώ. Βασικά, δεν θέλω τίποτα άλλο να κάνω εδώ. Έχω αράξει σε ένα παγόβουνο. Αισθάνομαι τον Μορφέα να έρχεται. Ευτυχώς. Δεν φέρνω αντίσταση και αφήνομαι στην αγκαλιά του…

Τρίτη 17 Απριλίου 2007

Ο Επιτάφιος του Μίκη

Τελικά ο Μίκης είναι πολύ μεγάλος!! Ευτυχώς υπάρχει και έτσι διασώζεται ο θαυμαστός νεοελληνικός πολιτισμός. Αν δεν είχαμε και αυτόν τι θα κάναμε; Θα μας είχαν εξαφανίσει οι Τούρκοι, θα μας είχαν αφομοιώσει οι κουτόφραγκοι. Την επόμενη φορά που θα ξαναπώ κάτι για τον Μίκη, θα πλύνω πρώτα το στόμα μου. Μου το έχει συστήσει άλλωστε και ο οδονταγιατρός μου, που είναι και κορυφαίος επιστήμονας με διδακτορικό στην Καλιφόρνια. Μην πέσετε να τον φάτε όμως. Είναι τίμιος Έλληνας παρά τις σπουδές του. Αντιαμερικάνος.

Τι έκανε λοιπόν πάλι ο Σερ Μίκης; Μας διέταξε να μην ξαναπιάσουμε τον Jesus Slave στο στόμα μας αν δεν το χουμε πλύνει πρώτα. Μάλιστα κύριε Λοχία (γιατί δεν είναι ούτε για σαρδέλα παραπάνω). Δεν ξέρω ποιός του έδωσε το δικαίωμα να μας διατάζει και να μας συμβουλεύει με ύφος καρδινάλιου, στρατηγού και γκουρού μαζί, αλλά για να μην λέει κανείς τίποτα, κάποιος θα του το δωσε. Οπότε τι νας κάνω και γω. Τουμπεκί. Σκέφτομαι. Α ρε συ, το βρήκα. Ο ελληνικός λαός είναι που του δωσε αυτό το δικαίωμα. Ο Ελληνισμός, μιας και αποτελεί την προσωποποίησή του. Οκ, τότε ντάξει. Σόρρυ μεγάλε εθνοπατέρα.

Απ’ την άλλη λέω δεν μπορεί. Εγώ μεγάλωσα από οικογένεια, από σχολείο, από ΜΜΕ, από φίλους με το μύθο ότι ο κ. Θεοδωράκης είναι θρύλος. Όχι ολυμπιακός. Απ΄τον άλλο. Legend, if you know what I mean. Δεν μπορεί να λέει τέτοιες μαλακίες. Ρε μπας και είναι κάτι άλλο; Και ξανασκέφτομαι. Και τώρα το βρήκα. Ο Μίκης είναι τεράστιος. Θαραλλέος, ένας άλλος Λεωνίδας, βελγικές πραλίνες. Δεν διστάζει να αυτοαναιρεθεί. Ότι είπε διακατέχεται από μια λεπτή ειρωνεία, που μόνο λίγοι είναι ικανοί να καταλάβουν. Αλλά αυτοί οι λίγοι είναι οι θεματοφύλακες (μπρρ, τι λέξη όμως ε;), των παραδόσεων μας. Αλτρουιστής ο Μίκης, θυσιάζει τον εαυτό του στο βωμό του έθνους, όπως τότε στον εμφύλιο, και στην αντίσταση και στη χούντα, όπως όλοι ξέρουμε πολύ καλά από τα εκατόν εξηνταδύο αφιερώματα που του έχουν γίνει στο μέγαρο, τα εβδομηνταέξι στο Ηρώδειο και τα χιλιάδες άλλα από το Δήμο Νίκαιας ώς το Δήμο Αι Στράτη, που πρόσφατα μάθαμε ότι ανήκει στην Ελλάδα, λόγω της εποικοδομητικής εξωτερικής πολιτικής της Ντόρας.

Το πρόβλημα είναι ότι τώρα που ξανακοιτάω τι είπε δεν μπορώ να διακρίνω ίχνος ειρωνείας. Το ύφος του είναι αυστηρό, δασκαλίστικο, σε στυλ «θα σας βάλω τιμωρία που δεν ασχολείστε με το λαό, δεν διαφυλάσεται τα ήθη και τα έθιμα του, τη μουσική του παράδοση, τα κλαρίνα, το Νταλάρα, τον Πάριο, τη Φαραντούρη που είναι και so so sexy». Όσο και να προσπάθησα δεν βρήκα αυτή την πολυπόθητη ειρωνεία. Τελικά, η αρχική μου αίσθηση ήταν σωστή. Ο Μίκης ήταν, είναι, και θα είναι ένας μεγάλος συνθέτης μεν, κορυφαίος μαλάκας δε. Για το πρώτο σκέλος της άποψης οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν. Μπορεί να μην είναι Χατζιδάκις αλλά σίγουρα το έργο του είναι σπουδαίο. Από κει και πέρα όμως γάμα τα. Ας είναι ότι θέλει, δεν με νοιάζει, δεν ασχολήθηκα ποτέ μαζί του. Αλλά, σε παρακαλώ ρε καραγκιόζη, μείνε με τις αναμνήσεις σου, τα μαυσωλεία σου, δικαίωμα σου, αλλά μην μας τα πρήζεις, και κυρίως μην βγαίνεις σαν εθνοσωτήρας. Σας έχουμε βαρεθεί, και σένα, και τους υπόλοιπους «πατριώτες». Και όπως έγραψε και ο Τσαγκαρουσιάνος στο Lifo, οκ Μίκη θα το πλύνω το στόμα μου. Μήπως να του φιλήσω και το χέρι; Και αν τρακάρω πάνω στο χρυσό του Rolex;

Προσωπικά, δεν με ενόχλησε η δήλωση του Μίκη, γιατί πολύ απλά δεν περίμενα κάτι καλύτερο απ’ αυτόν. Ίσα ίσα, που χαμόγελασα, γιατί έτσι θα είναι πολύ πιο εύκολο για πολλούς να διαλύσουν τις όποιες ψεύτικες εντυπώσεις είχαν κάποιοι για τον κ. Θεοδωράκη. Επιτέλους, ο επιτάφιος του έντεχνου έφτασε. Περιμένω τα πυρά σας προτάσσοντας τα στήθη μου, στη φτωχογειτόνια μου που βρέχει, αλλά μη, σας παρακαλώ, μη λησμονάτε τη χώρα μου. Φιλάκια, Μιρσίνη, εγώ δοξαστική!

Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Η Θεωρια του τιποτα - volume 3 - Η ολοκληρωση

Μετα την μεγαλη εισαγωγη (βλεπε προηγουμενο post "Η Θεωρια του τιποτα - volume 2&1/2") θα περασω στο κυριος πιατο (παπαρδελες με σαλτσα γκραν γκινιολ), για να προσφερω επιτελους στους αναγνωστες μου την καθαρση(σιγα μεγαλε συγγραφεα).

Τοσα χρονια παραμενω σιωπιλος παρατηρητης της κοινωνιας και των εξελιξεων της, αν καποιος μπορει να θεωρησει οτι η κοινωνια μας εξελισεται...αλλα τωρα πια αποφασισα να μιλησω. Προσωπικα, παντα ειχα στο πισω μερος της δεξιας μου κεραιας την εννοια εξελιξη ως κατι το θετικο. Και ετσι θα επρεπε να ειναι. Τελικα, εφτασα στο λυπηρο συμπερασμα, οτι η εξελιξη δεν ειναι απαραιτητα θετικη, αλλα σημαινει απλως την διαφοροποιηση, την αλλαγη...

Με αφορμη το προ ημερων θλιβερο γεγονος της απωλειας ζωης ενος φιλαθλου - οπαδου, θα ηθελα να παρουσιασω το τελικο μου συμπερασμα οσον αφορα την θεωρια που εχω παρουσιασει.

Αν και προσπαθησα να αποδειξω την μηδενικη υπαρξη του κοσμου, και κατα προεκταση της πραγματικοτητας που ο καθενας μας αντιλαμβανεται, κατεληξα οτι και μαθηματικα, ο κοσμος μας υπαρχει. Εστω και αν η πιθανοτητα μοιαζει να ειναι μηδενικη, ειναι τελικα υπαρκτη. Εξαλλου, μαθηματικα αυτο που ειναι μηδεν ειναι το οριο αυτης της πιθανοτητας και οχι η πιθανοτητα η ιδια. Και ως γνωστον, ενα οριο μπορει να τινει στο μηδεν αλλα ποτε δεν το αγγιζει.

Συνεπως φιλοι μου υπαρχουμε... και μαλιστα ειμαστε και πολυ τυχεροι που υπαρχουμε(ή μαλλον ετσι θα επρεπε να ειναι). Ειναι ομως η υπαρξη μας τυχαια? Φιλοσοφικα ερωτηματα του τυπου, πως δημιουργηθηκαμε? αν υπαρχει κατι ανωτερο απο μας? και αλλα τετοια, ποτε δεν με απασχολησαν σε βαθος. Εξαλλου τι νοημα εχουν ολα αυτα οταν καλα καλα οι ανθρωποι δεν μπορουν να βρουν τον χαμενο τους εαυτο... απο τοτε που καποιος μαλακας αντρας δαγκωσε ενα μηλο. Τι και αν υπαρχει κατι ανωτερο απο μας... Εστω και ετσι να ειναι τα πραγματα.. εμεις ζουμε σε αυτον τον κοσμο και οχι αυτο. Εμεις ειμαστε οι τελικοι αποδεκτες των πραξεων μας και κανεις αλλος.

Και ομως σαν ανθρωποι δεν εχουμε συνηδειτοποιησει τη τεραστια τυχη μας. Αντιθετως, θεωρουμε την υπαρξη μας βεβαιη πιθανοτητα και την κοινωνια μας αμελητεα. Αλλιως δεν εξηγειται η καθημερινη συμπεριφορα μας. Εγω προσωπικα δεν μπορω να δεχθω (αν και μπορω να καταλαβω) την συμπεριφορα - νοοτροπια αυτων των ανθρωπων που καβαλησαν απο εναν Donald Duck ο καθενας, αρματοθηκαν και τραβηξαν να πολεμησουν υπο τα πρασινα, τα κοκκινα και αλλα χρωματιστα λαβαρα. Το μονο που εχω να δηλωσω περα απο το οτι με παιρνουν τα κλαμματα, ειναι ΣΚΟΤΑΔΙΑ.

ΝΑΙ ΡΕ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΚΟΤΑΔΙΑ...

Θεωρω ματαιο να αναφερθω σε αλλα παραδειγματα και γεγονοτα που εχουν λαβει μερος στην καθημερινοτητα μας, καθως ειναι απειρα. Η ιστορια εξαλλου ειναι γεματη απο τετοια. Το μονο ομως που θελω να πω ειναι πως σαν ειδος κατασπαταλαμε αυτο το δωρο που εχουμε στα χερια μας σε πραξεις απολυτα κενες. Και οσο και αν εθελοτυφλουμαι ή το παιζουμαι χαλαροι και ανετοι, αυτη ειναι η πραγματικοτητα. Ευτυχως ομως υπαρχουν ακομη τα λεγομενα τελευταια οχηρα.

Πριν ομως ο καθενας μας βγει προς αναζητηση τους, καλο θα ηταν να ξεκινησουμε απο κατι απλο. Και δεν υπαρχει τιποτε πιο απλο απο το σεβασμο προς την ιδια μας τη προσωπικοτητα, τον ιδιο μας τον εαυτο, γιατι εμεις ειμαστε οι τελικοι αποδεκτες των πεπραγμενων μας.

Ο στοχος σιγουρα ειναι η μεταμορφωση του καθενος απο εμας σε gestallarbeiter, αλλα ο δρομος προς την ολοκληρωση ειναι σιγουρα μακρυς, και σιγουρα περναει απο το αρχικο σταδιο του αυτοσεβασμου...

Αντε λοιπον, τι περιμενετε... ξεκινηστε... γιατι ο Chack Norris καραδοκει.

Κυριακή 15 Απριλίου 2007

"Μα εγώ σε ποντάρω , και ύστερα πάω πάσο.. σε ένα καρέ τυφλό.." (πρωινό τσιγάρο)

Καρέ τυφλό.
Καρέ σε δωμάτιο με εικόνες από ηδονόφιλες γυναίκες στους τοιχους , παραμορφωτικούς καθρέφτες , καπνό που απογορεύει την καθαρή όραση, πάκους από χρήματα και σαμπάνια στο τραπέζι με τη πράσινη τσόχα. Ηλεκτρονική μουσική-ήχοι και μυρωδιά αλκοόλ με ακρίβο ηδήγλυκο άρωμα. Χιλίαδες πρόσωπα μάσκες όλα ξένα όλα α-διάφορα, όλα σκληρά, ολά σάρκικά. Ανοπνεές μέσα από τσιγάρα.
Ένα ηλεκτρονικό ρολόι με μεγάλους κόκκινους ψηφιακούς αριθμούς θυμίζει το χρόνο που φεύγει άσκοπα, και τη ζωή.




Μα εγώ σε βλέπω. Νιώθω καθαρά πως σε βλέπω. Σε ξέρω. Είσαι τόσο αληθινή.
Εισαι τόσο όμορφη. Βλέπω τα μάτια σου τόσο καθαρά - ξεχνώ τον καπνό. Ακούω τη φωνή σου τοσο γλυκιά που - οι ήχοι, οι φωνές σωπαίνουν ,ίσως και να γλυκαίνουν. Δε σε ξέρω , όπως δε με ξέρω, μα θα σε μάθω και θα με μάθεις.

Η καρδιά μου σε καταλαβαίνει με καθοδηγεί. Είσαι εσύ , το νιώθω.
Και είμαι σίγουρος. Είμαι απόλυτα σίγουρος και γαλήνιος. Χωρίς να κοιτάξω το φύλλο μου, χαμογελαστά , αργά , σίγουρα, σα σε όνειρο , με μια απαλή κίνηση στο τραπέζι ποντάρω ότι βλέπω μπροστά μου, ποντάρω ό,τι έχω , εμένα. Τα ρέστα μου λέω.
ΕΙΜΑΙ σίγουρος. ΣΕ πιστεύω.


--

Μα πριν καλά καλά τελειώσει ο γύρος. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Αδέκαστος αυστηρός ο μπακάλης-συμφεροντολόγος-εγωιστής-νους αρχίζει να με μαστιγώνει : και ΑΝ δεν είσαι ΛΟΓΙΚΟΣ, και ΑΝ κάνεις λάθος, και ΑΝ δεν είσαι έτοιμος,και αν είναι καλύτερο να περιμένεις, και ΑΝ έχεις θολώσει από τον καπνό, το ποτό , τις έγνοιες , τις φοβίες , και ΑΝ εσύ βάζεις περισσότερα στο παιχνίδι, και ΑΝ εσύ δε θες να μοιραστείς , και ΑΝ εσύ βιάστηκες , και ΑΝ θες να παίξεις και σε άλλα καρέ , και ΑΝ το φύλλο σου δεν είναι καλό , και ΑΝ οι άλλοι έχουν καλύτερο φύλλο , και ΑΝ σου έρθει καλύτερο φύλλο αργότερα............




Πάσο.





Χέρια μου αδειανά , άδεια μου αγκαλια..

Δεν σε έχω ανάγκη ευτυχώς, μου είσαι πλέον περιττός...


Άλλο ένα Σάββατο σαν σχεδόν όλα τα άλλα. Ο Ήλιος έλαμπε στον ουρανό, οι πεταλουδίτσες πέταγαν, οι μέλισσες έστηναν ένα τρελό χορό ζευγαρώματος κι όλα έδειχναν φυσιολογικά. Τίποτα δεν προμήνυε την βόμβα μεγατόνων που μας χαμογελούσε ειρωνικά, έτοιμη να σκάσει πάνω από τα κεφάλια μας (και δεν εννοώ τόνων στίξης μα ούτε ψαριών).

Κυριακή 1 Απριλίου 2007

'Αλητεια'

Θα ηθελα με τη σειρα μου να εστιασω το ενδιαφερον της ομορφης αυτης διαδικτυακης συντροφιας πανω σε μια ιστορικη παρακαταθηκη για τα καλιτεχνικα δρωμενα, το παρεμβατικο κινηματογραφικο ξεσπασμα ενος απο τους τελευταιους μεγαλους Ελληνες δημιουργους, την ‘Αλητεια’ του Δημοσθενη Νταγκλα. Η ‘Αλητεια’, εργο πρωτοποριακο για την εποχη του αποτελεσε το εναυσμα μιας σειρας κοινωνικων ταινιων με βασικο θεμα την αλλοτροιωση του προλεταριατου μεσα απο την αντιξοη κενοτητα του συγχρονου περιγυρου και τη συγκρουσιακη σχεση μεταξυ των μικροαστικων παραδοσεων και των ξενοφερτων αντιληψεων.
Το γυμνο, ποτε σαν αφελης αισθησιακος ρεαλισμος και αλλοτε ως απροσδοκητα βιαιος ερωτισμος αποτελει το βασικο διαρθρωτικο στοιχειο της υποφανους διαλλεκτικης της ταινιας.
Ο συμβολισμος της οπτικης γραφης του σκηνοθετη σε συνδιασμο με τη συγκλονιστικη ερμηνεια του πρωτοεμφανιζομενου τοτε Μακη Καραμολεγκου, εισαγουν στον ελληνικο κινηματογραφο το δογμα του νεο-μαρξιστικου φορμαλισμου, και συμβαλλει αρκετα ωστε να αποσπασει η ‘Αλητεια’ το Χρυσο Ροδακινο στο Διεθνες Κινηματογραφικο Φεστιβαλ Φθιωτιδας το 1985 και την αναγνωριση μεγαλης μεριδας κριτικων.

Συνοψη:

Ο Ιορδανης ειναι ενας φτωχος βιοπαλεστης ταξιτζης και καλος οικογενειαρχης ο οποιος τυχαια γνωριζεται με τον Πασχαλη, εναν εκφυλο συναδελφο του βυθισμενο στη λαγνεια και την ακολασια. Τα αρρωστα παθη του Πασχαλη θα συμπαρασυρουν τον Ιορδανη σε ενα αβαστακτα πυρετικο οργιο ανωμαλου ερωτα, πορνειας, κτηνοβασιας, και νεκροφυλιας. Η ακατασχετη καθοδος στο περιθωριο οδηγει το κολασμενο ζευγος στην εμπλοκη με το συνδικατο του εγκληματος και τους μαφιοζους της νυχτας, βαζοντας σε κινδυνο την σωματικη ακεραιοτητα του Ιορδανη και της οικογενειας του. Μεσα σε μια θυελλα τραγικων συμπτωσεων και δραματικων εξεληξεων ο Ιορδανης ερχεται σε επαφη με τον ιερομοναχο Ευτυχιο με τον οποιο συναπτει ερωτικη σχεση. Μεσα στον ιλλιγγο του παθους ο Ιορδανης αντιλαμβανεται πως η ζωη του αλλαζει και μετα το βιασμο του γιου του Σακη απο αγνωστο νιντζα κακοποιο απεσταλμενο των αδιστακτων μαφιοζων, η συντροφια του φιληδονου αδελφου Ευτυχιου αποτελει τη μονη σανιδα σωτηριας, τη μονη αντιδραση στην καταρακωση των ηθικων φραγμων του μεροκαματιαρη οδηγου ταξι.

Τι προσαπτει ομως αυτη η θυελλωδης σχεση για τον φτωχο βιοπαλεστη; Εναν παραδεισο αισθησεων η μαλλον την αποτροπαια νεμεση του...

Η συνεχεια επι της οθονης.

‘Μια ταινια-γροθια στο στομαχι της νεας ταξης πραγματων.-Ελευθερος’

‘Ο Νταγκλας ειναι αμειληκτα ισοπεδωτικος και αδικαιολογητα βιαιος.-Ταιμς της Νεας Φιλαδελφειας’


Σε σκηνοθεσια Δημοσθενη Νταγκλα:

‘Αλητεια’

‘Μια ταινια για γερα νευρα. Ενα ωμο υπερρεαλιστικο ιντερλουδιο που θα σοκαρει.’

Παραγωγη: 1984, Χαραλαμποπουλος και Σια Βιντεος- Αρχιεπισκοπη Αθηνων.
Παιζουν: Μακης Καραμολεγκος, Ζησης Γερολυματος, Γιωργος Κουκουλης, Τζινα Πρεκα. Φιλικη συμμετοχη: Καρελης
Τραγουδουν: Ο Θεμης Τραπακιανος και το επιτελειο του σε μεγαλες λαικες επιτυχιες οπως ‘Με Εξουδετερωσες’ και ‘Ο Ερωτας μας-Πυρκαγια’. Συμμετεχει το μπαλετο του Στηβ Πετσα και η χορωδια δημου Πυργου.

Ακαταλληλο για ανηλικους ανω των 18 ετων

(Αφιερωμενο στον αγαπητο κ. Μπακογιαννοπουλο, τον γνωστο υπνοτικο κριτικο κινηματογραφου απο τις εισαγωγες του στην ‘Κινηματογραφικη Λεσχη’.)

(Ζητω συγνωμη απο μερικους αλλα ποναει η πρωτη φορα...αα και για τους τονους επισης αλλα ειμαι σκαρμογυφτος και εχω παει μεχρι τριτη δημοτικου...)