Συνολικές προβολές σελίδας

Παπάρ ... Yes !!!!!

Παπάρ ... Yes !!!!!

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Fuck you


Διάβαζα προχτές το βράδυ ένα παλιό τεύχος του Lifo, που παρεμπιπτόντως έχει χάσει την αρχική του φρεσκάδα, και όπως πάντα είχα αφήσει για το τέλος το άρθρο του Πολιτάκη, ο οποίος παραμένει ότι πιο cool και funky υπάρχει στον έντυπο γενικά. Ανέφερε μέσα την 25η ώρα του Spike Lee και το ασύλληπτο ξέσπασμα του fuck you. Χτες το βράδυ λοιπόν ήταν ότι έπρεπε για να τη ξαναδώ, μιας, το ομολογώ, συγχωρέστε με σας παρακαλώ, είχα να τη δω από τότε που βγήκε. Και πράγματι το «fuck you» τα σκάει. Κατά Spike Lee λοιπόν, θα κάνω τη δική μου λίστα:



  • Α γαμηθείτε μαλάκες ταρίφες, με τα κίτρινα κολάμαξά σας που θεωρείτε ότι οι δρόμοι είναι δικοί σας και κάνετε ότι σας καυλώσει. Που βγάζετε σκατά απ’ τις εξατμίσεις σας και ούτε που σας νοιάζει. Που κοιτάτε τα κοριτσάκια και σας τρέχουν τα σάλια, μαλάκες που γυρνάτε μετά σπίτι σας και τ’ ακούτε απ’ τις γυναικούλες σας.

  • Άντε γαμηθείτε μαλάκες πολιτικοί, άχρηστοι, παρωχημένοι, loosers της ζωής, που το μόνο που σας νοιάζει είναι να τα κονομήσετε γρήγορα και να χτίσετε μια βιλίτσα στο Λαγονήσι. Πουτάνες της εξουσίας που σας κουνάνε τα ευρώ και τρέχετε σαν πεινασμένα κοπρόσκυλα.

  • Γαμιέστε και εσείς κηφήνες φοιτητές, που δεν έχετε δουλέψει ούτε μια ώρα στη ζωή σας και εκφράζετε και άποψη. Που μου κλείνετε τους δρόμους και μετά γυρνάτε στη μαμάκα σας να φάτε σουτζουκάκια και νομίζετε ότι μπορείτε να κάνετε ότι γουστάρετε μόνο και μόνο επειδή είστε μαλακισμένα εικοσάχρονα.

  • Γαμιέστε κολόγυφτοι, βρωμιάρηδες που ζείτε ακόμα στα τσαντίρια και δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι έχει φτάσει 2008. Που βάζετε τα κοριτσάκια να παντρεύονται στα 12 και νομίζετε ότι μπορείτε να κάνετε ότι γουστάρετε. Υπάρχουν νόμοι ρε!! Και αν δεν γουστάρετε στο διάολο. Αλλού ρε! Ουστ!

  • Να πάτε να γαμηθείτε μουνόπανα τριανταπεντάρες νεογιάπηδες που δουλεύετε 15 ώρες και νομίζετε ότι είστε επιτυχημένοι. Νάρκισσοι, στην κοσμάρα σας, που αν βγείτε για λίγο από το Κολωνάκι, θα σας βιάσουν. Όταν φτάσετε 70 και θα πεθαίνετε και θα λέτε γιατί δεν έζησα. Και εγώ θα γελάω.

  • Γαμιέστε και σεις ΚΚΕδες που νομίζετε ότι κατέχετε την απόλυτη αλήθεια. Σας ξεπέρασε η ζωή, απολιθώματα, κολλημένοι, ξυπνάτε ρε, το τείχος έπεσε, και εσείς καλύτερα να κλειστείτε σε κανά ντουλάπι. Ανέραστοι, ντεκαβλέ, βάλτε τα σφυροδρέπανα στο κόλο σας, μπας και χύσετε, γιατί μάλλον δεν έχετε ιδέα.

  • 40άρες των Β.Π. Γαμιέστε! Πάρτε τη VISA άντρα σας και τρεχάτε να αγοράσετε κανένα Καλογήρου των 1000, ενώ ξέρετε ότι ο άντρας σας πηδάει την εικοσπεντάχρονη γραμματέα του. Και το βράδυ γυρίστε στο σπίτι να του πάρετε μια περιποιημένη πίπα, γιατί αυτή είναι η δουλειά σας!

  • Άντε γαμηθείτε κουλτουριάρηδες, δήθεν, η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, καταλάβετε ρε, η ζωή είναι αλλού, η τέχνη είναι κάθαρση ε; Λέτσοι, και καλά εναλλακτικοί, χαμογελάστε κα καθόλου ρε! Σας έφαγε ο Στρίντμπεργκ και ο Αντονιόνι. Καλλιτέχνες.. Θέλω να ξεράσω στη μούρη σας.

  • Γαμιέστε μικροαστοί υπαλληλίσκοι που όλη την ώρα κλαίγεστε και ζητάτε από το κράτος να σας ανεβάσει τους μισθούς και να σας φθηνύνει τα φασολάκια. Ευθυνόφοβοι, κομπλεξικοί, συντηρητικοί, πάρτε και καμιά πρωτοβουλία στη ζωή σας, κότες, χέστες. Θύματα, ε θύματα.

  • Γαμιέστε βουτυρόπαιδα του Κολωνακίου, του Ψυχικού, της Κηφισιάς και της Γλυφάδας, καλομαθημένα κωλοπαίδια, στη δουλειά του μπαμπάκα και το βράδυ Rock ‘n’ roll και Ten. Λούμπεν μαλακισμένα που μόνοι σας το μόνο που θα μπορούσατε να κάνετε είναι να καθαρίζετε τζάμια στα φανάρια.

  • Γαμιέστε και σεις, Πακιστάνια στα φανάρια που μου λερώνετε τα τζάμια. Βρείτε καμιά δουλειά κανονική και σταματήστε να ζητιανεύετε. Υπάρχει και μια πουτάνα αξιοπρέπεια, αν ξέρετε τι θα πει.

  • Και σεις μουνόπανα θρησκόληπτοι, παπαδαριά και τα ρέστα, εδώ η κόλαση, ζήστε τη και αφήστε τα υπόλοιπα, πατρίδες, θρησκείες, οικογένειες. Μην ασχολείστε ρε μαζί μας, στ’ αρχίδια μας σας γράφουμε. Εκκολαπτόμενα φασιστάκια, μου χαλάτε την αισθητική. Ξυριστείτε.

(to be continued…)

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

94+14

Είσαι 15. Και μπαίνεις στο Αμφιθέατρο. Και τα βλέπεις όλα. Και λες αυτό είναι. Έτσι θέλω τη ζωή μου. Και ξεκινάς το κάπνισμα. Και σταματάς να παίζεις μπιλιάρδα και ξεκινάς να διαβάζεις με μανία Κλικ και Νίτρο. Και να ακούς No Good. + Soda. Η μάνα ρέιβερ σε έβριζε στον Χατζηνικολάου που φορούσε ακόμα γυαλιά και είχε χωρίστρα. Περπατούσες πολύ. Και έπαιζες ακόμα μπάσκετ. Ο Γκάλης έπαιζε ακόμα. Αν και μεγάλος πια. Παραληρούσες με τον fast Eddie και με την Αδάμ, που ήταν μια κούκλα.


Και λίγο αργότερα βρέθηκες να χτυπάς παλαμάκια σε κάτι γκόμενες ανεβασμένες σε βαρέλια. Τι τρέλα και αυτή. Αλλά ποτέ δεν σου άρεσαν τα βαρέλια. Σπίτι έβαζες το Ok Computer στο καινούριο σου cd player. Και το βράδυ στα Τσιλιχρηστομάγαζα. Ακίνητος να πίνεις τα ποτάκια σου και να κόβεις διάφορες διαστημικές τύπισσες. Ταξί στην παραλιακή. Το πρωί ξυπνούσες όμως να γράψεις έκθεση. Και βαριόσουν. Αλλά ήσουν 17. Στ’ αρχίδια σου.

Και μετά uni. Και όλη η καύλα για πάρτη σου. Νομίζεις ότι θα ζεις για πάντα. Έτσι. Και την βλέπεις και εναλλακτικά. Πολύ σινεμά. Και πουλάς πνεύμα και τρέλα. Καφές. Συζητάς, πολύ. Καπνίζεις, πολύ. Πίνεις, πολύ. Τη πίνεις, πολύ. Αλλά η μηχανή έχει όλα τα άλογα. Φουλ. Τα σηκώνεις όλα. Χρόνος. Άπειρος.

Και σηκώνεσαι ένα πρωί και είσαι στο Λονδίνο. Με φίλους. Κοσμοπολιτισμός. Και περισσότερη τρέλα. Και περισσότερη ντέκα. Όσο περισσότερη τόσο καλύτερα. Μουσικές. Και περισσότερο σινεμά. Έχεις αποφασίσει ποιος είσαι. Και γουστάρεις. Σκοπός σου είναι, όχι σαν τους άλλους. Νομίζεις. Και ο έρωτας εκεί. Επιμένει.

Και κάποτε γυρνάς. Και σου φοράνε με το ζόρι ασπιρίνες στο κεφάλι. Και ψιλουποψιάζεσαι. Αλλά λες «δε νομίζω ρε μαλάκα, θα τελειώσει κι όλα όπως πριν».

Και τελειώνει. Και ξυπνάς πάλι. Και παίρνεις το μετρό και πας και δουλεύεις δέκα ώρες και δε γουστάρεις και πας και ξαναπάς και ξαναπάς. Και λες έτσι θα το βγάλουμε το υπόλοιπο;

Α ρε πούστη Κωστόπουλε, δεν μου τα χες πει έτσι.


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Η ιστορία μία κοπάνας


Με ένα σχεδόν ένοχο μειδίαμα στα χείλη, σαν αυτό που κάποτε υπήρχε στο πρόσωπο μου όταν αποφάσιζα ότι προτιμούσα να πάω για μπιλιάρδο παρά να κάνω φυσική και αρχαία στο σχολείο, στάθηκα στην κυλιόμενη σκάλα του μετρό του Πανεπιστημίου.


‘Τι εφεύρεση και αυτή…;’ ‘Τελικά η ανθρώπινη τεμπελιά έχει γεννήσει σπουδαία πράγματα…’



Ήταν Παρασκευή μεσημεροαπόγευμα, και με πρόφαση μία ανόητη υποχρέωση που έπρεπε να τακτοποιήσω, έκανα ‘κοπάνα’ από το γραφείο καμιά-δυο ώρες πριν από την προβλεπόμενη ώρα αναχώρησης. Αφού μέσα σε δέκα λεπτά είχα ξεμπερδέψει, κοντοστάθηκα στη γωνία Χ. Τρικούπη και Ακαδημίας και προσποιήθηκα ότι ψάχνω για κάποιο σοβαρό λόγο να μην πάω για καφέ. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχα ψάξει όλες μου τις τσέπες και όπως ήταν αναμενόμενο ο λόγος αυτός δε βρέθηκε πουθενά! Έβγαλα τις high-tech designάτες ψείρες από το κεφάλι μου, τις κάρφωσα στα αφτιά μου, πάτησα το play και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να ανηφορίζω την Ασκληπιού, το φυσικό σύνορο ανάμεσα στους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους του κέντρου της πόλης.


Απογοήτευση…όλα τα τραπεζάκια πιασμένα.


‘Μα καλά ρε π$&%^η μου…κανένας δε δουλεύει σ’αυτή τη χώρα;;;!!!’


Η διάθεσή άρχισε να παίρνει το χρώμα της μούχλας καθώς έπρεπε να δώσω άμεσα απάντηση σε ένα εξαντλητικό δίλλημα…


‘Εξάρχεια ή Κολωνάκι;’


Well…οι μέρες ήταν γιορτινές και είπα να μη σκοτώσω τον ανυπόμονο καταναλωτή μέσα μου διαβάζοντας κανένα από αυτά τα συνθήματα που γράφουν οι ‘αριστεριστές-αντιεξουσιαστές’ στους τοίχους. Σκουφά αντί για Ναβαρίνου λοιπόν και skip γιατί αυτό το τραγούδι το’χα ακούσει 789 φορές τις τελευταίες μέρες.


Επιτυχία!!! Αν και η υποψία μου ότι σήμερα αποφάσισαν όλοι να πάνε για καφέ αντί στις δουλειές τους είχε γίνει πλέον βεβαιότητα, εντόπισα ένα τραπεζάκι στο αγαπημένο μου café! Με κινήσεις μπαλέτου που θα εντυπωσίαζαν ακόμα και τον Αλέξη Κωστάλα, γλίστρησα ανάμεσα στους επίδοξους αλλά και αναποφάσιστους μνηστήρες του, και με ένα τριπλό tolup σε συνδυασμό με διπλό lutz το καβάντζωσα. Η πολύ νόστιμη σερβιτορούλα κατέφθασε για την παραγγελία όσο ακόμα ξεφορτωνόμουν το παλτό μου και κάπου μέσα μου άρχισα να αισθάνομαι την πολυπόθητη γαλήνη.


‘Εδώ είμαστε!’


Σε ελάχιστο χρόνο ένας περίπλοκος μηχανισμός που περιείχε το τσάι μου ήταν στο τραπέζι, και αφού επιστράτευσα όλες μου τις γνώσεις γύρω από τη μηχανική για να καταλάβω πώς διάολο λειτουργεί αυτή η μ^%^&*α, άφησα την επαναστατική διάθεση της μύτης μου στην άκρη και της επέτρεψα να παραδοθεί στην ηδονική δικτατορία του αρώματος του Earl Grey.


Βυθισμένος στη σκέψη πως όλα ήταν τέλεια, βρέθηκα να χαζεύω τους περιέργους σχηματισμούς που η νωχελική κίνηση του κουταλιού μου δημιουργούσε στο περιεχόμενο της κούπας. Δεν είχα ακόμα όρεξη να ανοίξω το free press που κουβαλούσα και έτσι είπα να αφήσω τον εαυτό μου να γίνει ελαφρά αδιάκριτος κάνοντας για λίγο τα ‘στραβά αυτιά’.


Σε δύο σκαμπό στο bar δύο κοπελίτσες προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το τι μπορεί να σημαίνουν οι τελίτσες-τελίτσες-τελίτσες που ο Χ έβαλε στο τέλος του SMS ή κάτι τέτοιο. Η συζήτηση δε μου κράτησε το ενδιαφέρον και έστρεψα τα ραντάρ μου αλλού. Στο διπλανό τραπεζάκι η κουβεντούλα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα!! Η νεαρή και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις μεγαλοαστή μητέρα, εξαντλημένη από τις αγορές στα τοπικά καταστήματα, μοιραζόταν με τους φίλους της τους προβληματισμούς της για την εικόνα και το γενικότερο physique του στήθους της μετά τον απαιτούμενο θηλασμό. Οι χλιδάτοι χαραμοφάηδες που απάρτιζαν την παρέα της, έχοντας κάνει το προσποιητό ενδιαφέρον τέχνη, έδιναν συμβουλές ενώ φαντασιώνονταν ‘μακροβούτια’ στο αριστοκρατικό της αιδοίο.


‘Α ρε Κολωνάκι αθάνατο!!!’


Αποφάσισα ότι ο ρόλος του Μεγάλου Αδελφού δε μου πάει και αφιερώθηκα στο περιοδικό μου. Λίγη ώρα αργότερα ο κολλητός που βρισκόταν στην Αθήνα για δουλειές έκανε την εμφάνισή του στην πόρτα. Δίπλωσα το ανάγνωσμα, του έγνεψα και κοίταξα την ώρα στο κινητό μου. Περασμένες πέντε…ήταν πλέον Σαββατοκύριακο!


Λόφος

Ανέβαινε την Ηρακλείτου, έχοντας αφήσει πίσω του την πολύβουη και ελαφρώς ότι να ναι Σκουφά και ξεπερνώντας αυτό το άθλιο logo του Έβερεστ στη γωνία με την Τσακάλωφ. Τα σκαλάκια της Δεξαμενής ήταν γι’ αυτόν πάντα το όριο. Η ωραιότερη πλατεία της Αθήνας του έφερνε πάντα μια ηρεμία, που δυο τετράγωνα παρακάτω είναι άγνωστη λέξη. Είναι και αυτά τα γαμημένα τα κολόπουλα που ακόμα επιμένουν να κελαηδάνε. Αν ήξεραν βέβαια τι παίζει από κάτω στην πλατεία, μάλλον θα έπαιρναν τα μπογαλάκια τους για κάπου αλλού, που θα ανέδυε λιγότερη μπόχα.

Σημασία όμως έχει πώς είναι ακόμα εκεί. Και η Δεξαμενή παραμένει το τελευταίο αποκούμπι του. Εκεί τρέχει συνέχεια τώρα τελευταία. Αλλά όλο και συχνότερα δεν μένει εκεί. Ακόμα και η εγγύτητα με το τίποτα τον ενοχλεί πια. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές της απενοχοποίησής του. Πλέον, δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί του. Γι’ αυτό και πλέον ανηφορίζει κι άλλο. Κάποια στιγμή όμως ο λόφος έχει κορυφή. Κι όταν φτάσει και εκεί, μετά τι;

Όταν έφτασε στον περιφερειακό έστριψε αριστερά προς Νεάπολη. Σε δέκα λεπτά είχε περάσει τη Δοξαπατρή και συνέχιζε. Όπου τον πάνε τα πόδια του, χωρίς στόχο. Ως συνήθως. Νεάπολη. Πέντε λεπτά από το Κολωνάκι και τόσο διαφορετική σε όλα. Το αγαπημένο του σημείο ήταν πάντα εκεί λίγο πριν τη στροφή για το θέατρο, πρωί, όπου η σκιά του λόφου κερδίζει τον ήλιο. Το Κολωνάκι είναι το φως και η Νεάπολη το σκοτάδι. Ο καθένας διαλέγει και παίρνει. Αλλά τα πόδια δεν ικανοποιούνταν. Ούτε το μάτι. Και εκεί κάπου στη Μάρκου Ευγενικού έκανε πάλι δεξιά. Και ξεκίνησε να ανεβαίνει κι άλλο. Πατούσε τις ξερές πευκοβελόνες, γλιστρούσε, ξανασηκωνόταν, και συνέχιζε με μανία για πάνω. Και καμιά τριανταριά μέτρα πιο κει ήταν ένα μονοπάτι το οποίο σνόμπαρε επιδεικτικά.

Σε λίγο φάνηκε ανάμεσα στα πεύκα ο βράχος. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε το στόχο του. Και ξεκίνησε να τρέχει. Τα πνευμόνια του δεν τον βοηθούσαν. Είχαν χρόνια πάψει να του ανήκουν, από τότε που τρελάθηκαν με αυτή τη γοητευτική τύπισσα που λέγεται νικοτίνη. Αλλά αυτός συνέχιζε να τρέχει. Και ο πόνος στο συκώτι που τον λύγιζε από τον πόνο, τον έκανε να θυμηθεί τα παιδικά του, τότε που έτρεχε μικρός πάνω στον Υμηττό, με εκείνη την πουτάνα την αθωότητα που χάθηκε για πάντα. Το δάσος γύρω του τον κοίταζε με ένα ύφος λύπησης. Καμία κακία όμως. Πώς να κρατήσεις κακία σε ένα τέτοιο δάσος;

Ξάπλωσε πάνω στο βράχο. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Κατακαλόκαιρο. Η πέτρα έβραζε. Σηκώθηκε και κάθισε οκλαδόν. Έβγαλε και άναψε ένα τσιγάρο. Από κάτω η Αθήνα του είχε πυρώσει. Το μπετό, η άσφαλτος, τα αυτοκίνητα, το καυσαέριο. Τα πάντα ήταν θολά. Και κυρίως το μυαλό του. Η Πάρνηθα δεν φαινόταν. Ήξερε πια ότι αφού χάθηκε και η Πάρνηθα δεν έμενε τίποτα. Τράβηξε μια τελευταία γερή τζούρα. Έσβησε το τσιγάρο στη σόλα του και έβαλε τη γόπα στην τσέπη του. Έγειρε μπροστά. Λίγο πριν το κεφάλι του πολτοποιηθεί στα βράχια, άκουσε κάτι πουλιά να κελαηδάνε και πάλι. Τα πουλιά δεν θα φύγουν ποτέ απ’ την Αθήνα κουφάλες…