Συνολικές προβολές σελίδας

Παπάρ ... Yes !!!!!

Παπάρ ... Yes !!!!!

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Λόφος

Ανέβαινε την Ηρακλείτου, έχοντας αφήσει πίσω του την πολύβουη και ελαφρώς ότι να ναι Σκουφά και ξεπερνώντας αυτό το άθλιο logo του Έβερεστ στη γωνία με την Τσακάλωφ. Τα σκαλάκια της Δεξαμενής ήταν γι’ αυτόν πάντα το όριο. Η ωραιότερη πλατεία της Αθήνας του έφερνε πάντα μια ηρεμία, που δυο τετράγωνα παρακάτω είναι άγνωστη λέξη. Είναι και αυτά τα γαμημένα τα κολόπουλα που ακόμα επιμένουν να κελαηδάνε. Αν ήξεραν βέβαια τι παίζει από κάτω στην πλατεία, μάλλον θα έπαιρναν τα μπογαλάκια τους για κάπου αλλού, που θα ανέδυε λιγότερη μπόχα.

Σημασία όμως έχει πώς είναι ακόμα εκεί. Και η Δεξαμενή παραμένει το τελευταίο αποκούμπι του. Εκεί τρέχει συνέχεια τώρα τελευταία. Αλλά όλο και συχνότερα δεν μένει εκεί. Ακόμα και η εγγύτητα με το τίποτα τον ενοχλεί πια. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές της απενοχοποίησής του. Πλέον, δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί του. Γι’ αυτό και πλέον ανηφορίζει κι άλλο. Κάποια στιγμή όμως ο λόφος έχει κορυφή. Κι όταν φτάσει και εκεί, μετά τι;

Όταν έφτασε στον περιφερειακό έστριψε αριστερά προς Νεάπολη. Σε δέκα λεπτά είχε περάσει τη Δοξαπατρή και συνέχιζε. Όπου τον πάνε τα πόδια του, χωρίς στόχο. Ως συνήθως. Νεάπολη. Πέντε λεπτά από το Κολωνάκι και τόσο διαφορετική σε όλα. Το αγαπημένο του σημείο ήταν πάντα εκεί λίγο πριν τη στροφή για το θέατρο, πρωί, όπου η σκιά του λόφου κερδίζει τον ήλιο. Το Κολωνάκι είναι το φως και η Νεάπολη το σκοτάδι. Ο καθένας διαλέγει και παίρνει. Αλλά τα πόδια δεν ικανοποιούνταν. Ούτε το μάτι. Και εκεί κάπου στη Μάρκου Ευγενικού έκανε πάλι δεξιά. Και ξεκίνησε να ανεβαίνει κι άλλο. Πατούσε τις ξερές πευκοβελόνες, γλιστρούσε, ξανασηκωνόταν, και συνέχιζε με μανία για πάνω. Και καμιά τριανταριά μέτρα πιο κει ήταν ένα μονοπάτι το οποίο σνόμπαρε επιδεικτικά.

Σε λίγο φάνηκε ανάμεσα στα πεύκα ο βράχος. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε το στόχο του. Και ξεκίνησε να τρέχει. Τα πνευμόνια του δεν τον βοηθούσαν. Είχαν χρόνια πάψει να του ανήκουν, από τότε που τρελάθηκαν με αυτή τη γοητευτική τύπισσα που λέγεται νικοτίνη. Αλλά αυτός συνέχιζε να τρέχει. Και ο πόνος στο συκώτι που τον λύγιζε από τον πόνο, τον έκανε να θυμηθεί τα παιδικά του, τότε που έτρεχε μικρός πάνω στον Υμηττό, με εκείνη την πουτάνα την αθωότητα που χάθηκε για πάντα. Το δάσος γύρω του τον κοίταζε με ένα ύφος λύπησης. Καμία κακία όμως. Πώς να κρατήσεις κακία σε ένα τέτοιο δάσος;

Ξάπλωσε πάνω στο βράχο. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Κατακαλόκαιρο. Η πέτρα έβραζε. Σηκώθηκε και κάθισε οκλαδόν. Έβγαλε και άναψε ένα τσιγάρο. Από κάτω η Αθήνα του είχε πυρώσει. Το μπετό, η άσφαλτος, τα αυτοκίνητα, το καυσαέριο. Τα πάντα ήταν θολά. Και κυρίως το μυαλό του. Η Πάρνηθα δεν φαινόταν. Ήξερε πια ότι αφού χάθηκε και η Πάρνηθα δεν έμενε τίποτα. Τράβηξε μια τελευταία γερή τζούρα. Έσβησε το τσιγάρο στη σόλα του και έβαλε τη γόπα στην τσέπη του. Έγειρε μπροστά. Λίγο πριν το κεφάλι του πολτοποιηθεί στα βράχια, άκουσε κάτι πουλιά να κελαηδάνε και πάλι. Τα πουλιά δεν θα φύγουν ποτέ απ’ την Αθήνα κουφάλες…

1 σχόλιο:

qu είπε...

file antoine, kapoioi apo tous ekatommyria sybathis anagnostes tou istologiou mas, borei na vroun ti xaritomeni emmoni mas me ton odiko xarti tis athinas elafros kourastiki!!! mipos tha eprepe na to exoume afto kata nou i na tous grapsoume olous sta gennitka mas organa? Oson afora ta poulia kala tha kanoun na periorisoun ti drasi tous sta dasakia tis polis kai oxi sto balkoni tou kostaki ;) Keep it up mate!!!