Συνολικές προβολές σελίδας

Παπάρ ... Yes !!!!!

Παπάρ ... Yes !!!!!

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

ΚΑΜΕ ΡΑΜΑΝ


Ρεβυζιονιστικά και ταξικά ζητήματα γύρω από μια υπόθεση του Ντετέκτιβ
Ξ. Σαρχίδη



Ο Ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης περίμενε ταξί στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας. Είχε περάσει σχεδόν μία ολόκληρη ώρα και ταξί πουθενά. Είχαν εξαφανιστεί; Είχε διατάξει γενική απεργία ο Ταξίαρχος; Όπως και να είχαν τα πράγματα, το ταξίμετρο της Ακαδημίας έδειχνε μηδέν και το όνειρο μιας αταξικής κοινωνίας είχε γίνει έστω και για λίγο πραγματικότητα στο κέντρο της Αθήνας.

Ο Σαρχίδης άφησε τα μαρξυστικά του συμπεράσματα για να ξυστεί και με την άκρη του ματιού του παρατήρησε έναν σταματημένο ταξιτζή που έκανε ακριβώς το ίδιο. Πλησίασε τον τα-ξυν-τζή και του έδωσε τη διεύθυνση του νοσοκομείου. Η Βόνα Petit, ο εφηβικός του έρωτας ήταν στα τελευταία του. Για τους συνομηλίκους της παρέας του '60 που την αποκαλούσαν Βόνα-Πάρτυ δεν ήταν παρά η αρχηγός του καθημερινού ξεσαλώματος ενώ για τους γκόμενους που άλλαζε σαν τα πουκάμισα ήταν η αγαπημένη τους ΛυσσαΒόνα. Για τον Σαρχίδη όμως, ήταν η πρώτη του γυναίκα. Η δική του δεσποινίδα της οδού Αβινιόν.

Αν και οι αναισθησιολόγοι απεργούσαν, η αναισθησία ήταν διάχυτη σε όλο το νοσοκομείο. Ράντζα παντού έκλειναν τους διαδρόμους. Για να οδηγήσεις φορείο μέσα από το απέραντο αυτό Ραντζαστάν χρειαζόσουν ειδικό δίπλωμα σωφέρ-ράντζα. Έφτασε στο δωμάτιό της με μια τεράστια ανθοδέσμη. Η Βόνα ήταν περικυκλωμένη από δεκάδες ορούς που κατέληγαν με σωληνάκια στο σώμα της. Η επιβίωσή της ήταν ζήτημα ορών. Ο Σαρχίδης έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Το σώμα του έκανε πέφτοντας ένα περίεργο γκελ.

"Γιατί κλαις άντρα της ζωής μου;", είπε η Βόνα Πάρτυ μέσα από τη μάσκα οξυγόνου, "Δεν έχω απολύτως τίποτε, ήρθα απλώς για την τρίτη μου προσθετική στήθους".

Ο Σαρχίδης κάρφωσε το μάτι του στο υπεύθυνο για το γκελ, ολοκαίνουριο στήθος και θυμήθηκε τις ρεβυζιονιστικές συνήθειες της πρώτης το γκόμενας. Στο στόμα της Βόνας σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο σαν ανοιχτό μύδι. Ο Σαρχίδης αγνόησε το μυδίαμα και πέρασε στην αντεπίθεση.

"Τότε γιατί αυτή η βιασύνη Βόνα; Το τηλεφώνημά σου;"

"Νομίζεις πως σε κάλεσα εδώ για να με κλάψεις; Έχω να σου αναθέσω μια υπόθεση δολοφονίας..."

Η Βόνα Πάρτυ είχε θάψει ήδη δύο συζύγους. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης καλούταν να εξιχνιάσει τη δολοφονία του τρίτου συζύγου, του Κάμε Ραμάν επιφανούς ινδού οπερατέρ. Ο πρώτος της σύζυγος φυσικός στο επάγγελμα, είχε πεθάνει στα 30 του από εισπνοή μεγάλης ποσότητας φυσικού αερίου σε εργαστήριο φυσικής του Φυσικού της Πάτρας. Οι γιατροί φυσικά είχαν διαγνώσει φυσικό θάνατο. Ο δεύτερος, ποιητής στο επάγγελμα, πέθανε από μελαγχολία που δεν κατάφερε να εκδώσει ούτε μία ποιητική συλλογή. Οι εκδότες πίστευαν στα γνωστά ονόματα. Έτσι προτιμούσαν χίλιες φορές να εκδώσουν το σίγουρο best seller "Συμβολή στη μελέτη των ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων στις κριτικές απόπειρες για την ολιστική ψυχαναλυτική ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των μελετητών της υψικαμίνου του Ανδρέα Εμπειρίκου", παρά την ποιητική συλλογή ενός νέου και πιο απειρίκου ποιητού.

Ο οπερατέρ είχε δολοφονηθεί στην Κηφισιά έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, λίγο μετά το γύρισμα. Ο ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης είχε αποφασίσει να ξεκινήσει την έρευνα από τη Δανάη Λάμα, παραγωγό της τελευταίας ταινίας που γύριζε ο Ραμάν. Έφτασε έξω από το διαμέρισμά της στην οδό Σούτσου. Το μποτιλιάρισμα στην εξώπορτα μαρτυρούσε πως η Δανάη Λάμα ήταν πρωταθλήτρια στην κατανάλωση μπύρας.

"Πρόκειται για μια ταινία του Βαγγελόπουλου, χικ", είπε η Δανάη Λάμα "To μετέωρο βήμα του πιο αργού. Χικ. Ο Ραμάν βοηθούσε το Βαγγελόπουλο να γυρίσει το αγαπημένο του πλάνο στην ταινία. Ένα μονοπλάνο διάρκειας 55 λεπτών χωρίς διακοπή μέσα στον ηλεκτρικό από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά. Δεν άφηναν κανέναν από μας να μπει στο βαγόνι. Προσπαθούσαν να γυρίσουν το τεράστιο αυτό πλάνο μόνοι τους για μια εβδομάδα, μέχρι που τους διέκοψε η δολοφονία του Κάμε... Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι".

"Και ο σκηνοθέτης;", ρώτησε ο Σαρχίδης κάνοντας πως σημειώνει στο μπλοκάκι του ενώ το στυλό του είχε τελειώσει.

"Ο Τεό; Έχει εξαφανιστεί από την ημέρα του φόνου. Δεν μπορούμε να τον βρούμε πουθενά. Σίγουρα θα είναι πολύ συγκλονισμένος".

Η εξαφάνιση του σκηνοθέτη του φάνηκε πολύ περίεργη. Χρειαζόταν όμως αδιάσειστα στοιχεία για να τον ενοχοποιήσει. Δεν αγχώθηκε. Ο συγγραφέας ντετέκτιβ είχε δει όλες τις ταινίες του Βαγγελόπουλου και ήταν σίγουρος ότι με την ταχύτητα που θα το έσκαγε ο ύποπτός του, θα του έπαιρνε τουλάχιστον μήνα για να απομακρυνθεί από την Αθήνα.

Ο Σαρχίδης ζήτησε να δει τα πλάνα που είχαν γυριστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μελετώντας τα το ίδιο βράδυ στο φως της λάμπας του γραφείου του παρατήρησε πως όλα τα φιλμ κόβονταν λίγο μετά το Μαρούσι. Το κουδούνι τράβηξε την προσοχή του από το φιλμ. Άνοιξε την πόρτα. Ήταν η Βόνα που λυτρωμένη από τα νοσοκομειακά της αξεσουάρ είχε έρθει να του παραδοθεί άνευ ορών.

"Θέλω να θημυθούμε την πρώτη φορά", είπε και βγάζωντας την μπλούζα επιτέθηκε στον Σαρχίδη.

"Ας σεβαστούμε τη μνήμη του Κάμε, Βόνα, για το θεό, προσπαθώ να εξιχνιάσω το φόνο του", είπε ο Σαρχίδης και δίνοντάς της πίσω τη μπλούζα που μάζεψε από το πάτωμα, έδωσε ένα επαγγελματικό τέλος σ' αυτή την αναπάντεχη νυχτερινή βύζιτα. Έδωσε ραντεβού για το επόμενο βράδυ στο σπίτι της Βόνας στην Κηφισιά όπου σαν άλλος Ηρακλής Πουαρώ θα της τα εξηγούσε όλα.

Ο Σαρχίδης αποφάσισε να ξαναζήσει το σκηνικό του φόνου. Ένα ταξίδι με τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά έκανε την αλήθεια να λάμψει. Ο Τεό θα παρακολουθούσε τον ηθοποιό καθισμένο στη θέση του και τους ταξιδιώτες να μπαινοβγαίνουν ενώ ο Ραμάν με το μάτι του στο βιζέρ της κάμερας και το μυαλό του στο βυζέρ της Βόνας θα γύριζε το περιβόητο πλάνο. Αμέσως μετά το Μαρούσι η εκφωνήτρια του τρένου θα πληροφορούσε τους επιβάτες "Επόμενος σταθμός ΚΑΤ". Ο έμπειρος οπερατέρ με το μυαλό του στη Βόνα θα άκουγε το CUT και θα σταματούσε το γύρισμα. Ο Βαγγελόπουλος εκνευρισμένος θα ξαναγυρνούσε στον Πειραιά και θα επιχειρούσε και πάλι να γυρίσει το πλάνο του. CUT και πάλι από τον Πειραιά.

"Αν ο Ραμάν έκανε το ίδιο λάθος επι μια εβδομάδα θα τον δολοφονούσα κι εγώ ο ίδιος", κατέληξε ο Σαρχίδης και ξεκίνησε για το σπίτι της Βόνας.

"Σιγά μην του κάνω μήνυση που με απήλαξε από τον ινδό μου", είπε η Βόνα, "άλλωστε εδώ και 2 εβδομάδες με φλερτάρει ο Τόμυ, το χρυσό μου έχει γίνει πολύ επίμονος και λέω να ενδώσω στην προταση γάμου του, την έρευνα σου τη ζήτησα έτσι από περιέργεια..."

Η Βόνα Petit αναφερόταν φυσικά στον γερμανό ζάμπλουτο εργοστασιάρχη και επινοητή των αυτοκλιματιζόμενων πουκαμίσων Δρ. Toyotomi Hillfiger που πιθανότατα θα ήταν το επόμενο θύμα της.

"Και η πληρωμή μου;", είπε ο Σαρχίδης με νόημα.
"Παίρνετε "πλαστικό" χρήμα;", ρώτησε η Βόνα με νόημα.
"Όχι mastercard, όχι diner's", είπε ο Σαρχίδης με νόημα.
Μη έχοντας άλλη επιλογή η Λύσσαβόνα τον κράτησε σπίτι και τον πλήρωσε με βύζα.

Ήταν περασμένες 11. Ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης έψαχνε ταξί για να κατέβει την Κηφισίας. Παραδόξως οι ταξικές διαφορές της Κηφισιάς με το κέντρο της Αθήνας ήταν ελάχιστες, οπότε προτίμησε να πάρει το τρένο. Επόμενος σταθμός CUT, ήταν το τελευταίο που άκουσε πριν τον πάρει ο ύπνος.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Αυτοβιογραφικο


Γεννηθηκα το 1979 στον Πύργο ΥπνΗλείας απο γονεις ναρκοληπτηκους βεδουινους, τσιλιαδορους στο επαγγελμα και πολυ ξυπνιους. Μεγαλωσα μεσα στη χρυση δεκαετια των 1980s, την εποχη της Αλλαγης, του ‘Σ’αγαπαω Μ’Ακους;’, του Γαρδελη και του Σαραβακου.

Τοτε που τα μαγαζια ειχανε ονοματα οπως Bora-Bora, Safari και Copa Cabana, οι νεολαιοι ειχαν genuine χαιτη αλητικη, καραφλιαζανε οταν ακουγανε κανενα ‘κουφο’, κανανε σουζες με τις ‘χιλιαρες’, σκαγανε μυτη στις ντισκο να χορεψουνε με τα μανουλια και να ‘τη βρουνε’. Μιλαμε ‘και η πρωτη’ δεκαετια!

Απο μικρο παιδι ημουν ανησυχο πνευμα με ιδιαιτερη κλιση στις επιστημες και πιο πολυ στην ιατρικη. Δεν θα ξεχασω ποτε να παιζω το γιατρο με τα αλλα παιδακια της γειτονιας στην αλανα διπλα απο το σπιτι μου, χρησιμοποιωντας τις διαφορες συριγγες και χρησιμοποιημενα προφυλακτικα που εβρισκα κατα καιρους κατω στα χωματα και την καβατζα με τα Kineton (χαπια για το παρκινσον) που ειχα φτιαξει ψυριζοντας περιτεχνα τον ανυποψιαστο παπου μου. Αργοτερα το κοψαμε γιατι μερικα πιτσιρικια παθαιναν στερητικα και αρχισανε να με ζαλιζουνε ολη την ωρα θελωντας να ανταλλαξουνε τα G.I. JOE τους για κανενα κουμπι.

Οι αθλητικες μου επιδοσεις ηταν αξιοθαυμαστες. Ημουν ο μονος στη γειτονια που μηδενιζα το Shinobi με ενα μονο εικοσαρικο! (Ποιο εικοσαρικο δηλαδη, να ειναι καλα αυτος ο αγιος ανθρωπος που εφηυρε το κολπο με την πετονια...) Επισης ειμουν καλος στο μπαρμπουτι. Μα πως μπορω να ξεχασω μια βραδια πισω απο την ψησταρια του Ταση του Σκουρκου, τα τεσσερα ντορτια στη σειρα και το ξυλο που εφαγα κατηγορουμενος οτι τα ζαρια μου ητανε ‘καραγκιοζακια’. Υπηρξαν ομως και οι περιπτωσεις που ειδα και τους καρπους των κοπων μου, και πανω απ’ολα οταν συμπληρωσα το αλμπουμ της ΚΑΡΟΥΖΕΛ με το ελληνικο πρωταθλημα ποδοσφαιρου (του 1986 νομιζω) κολωντας το Γιωτη Τσαλουχιδη τον οποιο μολις ειχα κερδισει στο ‘πεταχτο’. Η χαρα μου ηταν ανειποτη αφου μαζι με τον συμπαθεστατο κολλητο μου Γιωτη αποκομισα και το πολυποθητο τροπαιο, το αγιο δισκοποτηρο των νεανικων μου χρονων, το θαυμα της τεχνολογιας που ακουγε στο ονομα ATARI!!! Δυστυχως παρεμεινα αταρος γιατι δεν ειχαμε τηλεοραση σπιτι γι’αυτο κι εγω ανταλλαξα το μπλιμπλικι με δυο σιδεροτυπα του Hulk Hogan απο το Μπλεκ, μια κασσετα με επιλογες Μαικλ Τζακσον απο τη μια πλευρα και Τακη Μπινιαρη και Duran Duran απο την αλλη, δυο τσοντες ‘μικυ μαου’ και μια Ζακουλα, ενα πακετο τσιγαρα-τσιχλες, και μια αφισα του Μαραντονα απο το Mexico 1986. Το ξερω με πιασανε μαλακα, αλλα ειχα μεγαλη αδυναμια στο Ζακουλα, το ομολογω και συγχωρεστε με για την ελευθεριοτητα της εκφρασεως, ητανε καυλα. Ηταν το πρωτο σημαδι που προσεδιδε την υπερφυσικη δυναμη του αδυνατου φυλου πανω μου και ποσο τελικα θα καθοριζε την υπολοιπη ζωη μου.

Τα πρωτα ερωτικα σκιρτηματα δεν αργησαν να παρουσιαστουν και η παιδικη μου καρδουλα αρχισε να χτυπαει με ταχυτατους χεβυ μεταλ ρυθμους οποτε αντικρυζα την παιδισκη καλονη Λουλα απο το Καταραχι. Το τραγουδι του Λογο ‘Λουλα- παμ παμ παμ παμ-Λουλα’ με συνοδευε παντου παιζοντας μεσα στο κεφαλι μου και η καψουρα μου φουντωνε ολο και περισσοτερο. Την γνωρισα σε ενα ‘Μπαλ-Ντ’Ανφαν’ (χορος μασκε για παιδια για οσους δεν κοζαρουν) που με πηγε η θεια μου η Καλλιροη, ντυμενος στρουμφακι καποιες αποκριες της προ-Lambada εποχης. Ηταν αερινη, ντυμενη ‘Βασιλισσα της Νυχτας’ χορευοντας λαγνα με ενα σακουλακι ΦΟΦΙΚΟ στο ενα χερι και με ενα μαγικο ραβδι (η σκηπρο, ενα προστυχο καμουτσικι τελος παντων) στο αλλο, και με καλουσε μαγεμενο στον παραμυθενιο της κοσμο. Δυστυχως οι χορευτικες μου ικανοτητες με τις περιτεχνες σπαστικες ρομποτικες μου φιγουρες σταθηκαν αδυνατες στο να γοητευσουν τη Λουλα η οποια δεν σταματησε να με αγνοει και να επιμενει να χορευει αποκλειστικα με τον Τακη, ενα παιδοβουβαλο ντυμενο (κοκκινο) νιντζα με εξισου λιγδιασμενα χερια απο τα πολλα γαριδακια. Ενοιωσα συντετριμενος. Ητανε να με κλαινε οι ρεγγες. Κλειστηκα στον εαυτο μου και πεταξα το κλειδι καπου μακρια ελπιζοντας πως μονο η Λουλα θα μπορουσε να το βρει μια μερα και να ανοιξει ξανα τα φυλλοκαρδια μου.

Εκει που τιποτα δεν εδειχνε ικανο να θεραπευσει την πονεμενη μου καρδια, ηρθε το επος του 1987 και το 101-103 στον τελικο του EUROBASKET εναντιον των κακων σοβιετικων με τα μουστακια. Το επομενο βραδι μου παρουσιαστηκαν στον υπνο μου ως αρχαγγελοι ο Παναγιωτης Γιαννακης (κλαιγοντας ντυμενος γρια) και ο τιμιος οικοδομος γιγαντας Αργυρης Καμπουρης με μιστρι στο χερι, και με εμψυχωσαν, με βοηθησαν να σταθω στο υψος μου (1 και 56 τοτε) και μου τραγουδησαν γλυκα ενα παλιο χιτ του Σταματη Κοκοτα. Αυτο ηταν! Η ζωη μου αλλαξε, ο κοσμος ηταν και παλι πολυχρωμος, τα λουλουδια ανθησαν, τα λουκιανα κηλαηδονια τιτιβιζαν χαρουμενα ‘τον υμνο των μαυρων σκυλιων’, και μικρο μου πονυ μικρη μου πορνη ηρθε η ανοιξη ξανα!

(η συνεχεια την επομενη δεκαετια ισως και με τονους)



Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Ο σοσιαλισμός στον 21ο αιώνα: To φαινόμενο του αναπτήρα


Είμαι που λες αραχτός στον καναπέ μου και πίνω τη φραπεδιά μου με τη μισή ζάχαρη (είμαι σε φάση δίαιτας βλέπεις….προσπαθώ να περάσω στην κατηγορία ‘άνθρωπος’ από την κατηγορία ‘μαστόδοντο’ που βρίσκομαι εδώ και 27 χρόνια), και χαζεύω καμιά μαλακία στην τηλεόραση. Σχεδόν δύο χρόνια πριν όμως, βρισκόμουν σε μία μικρή πόλη της Σκωτίας, αραχτός πάλι σε έναν άλλο, μαύρο δερμάτινο καναπέ, και έπινα τον αχτύπητο nes μου συνοδεία με ένα πακέτο τσιγάρα. Τότε που λες κάπνιζα σαν τον αράπη, μην κοιτάς τώρα που προσπαθώ να το ‘ελαττώσω’ μπας και ζήσω πάνω από 40 χρόνια. Any way… εκείνη την ‘belle epoc’, είχα μία χαριτωμένη μικρό-μανιούλα να αγοράζω αναπτήρες clipper, αποκλειστικά πορτοκαλί χρώματος. Και εκεί είναι που άρχισαν όλα…



Ως καπνιστής/ρια κι εσύ, καταλαβαίνεις ότι οι αναπτήρες αυτοί δεν έμεναν και πολύ καιρό στα χέρια μου. Είτε σε καμία pub, είτε στο café του uni, είτε στο 10c Wallace Street, ο πορτοκάλι μου σύντροφος αργά ή γρήγορα θα μετακόμιζε από τη στοργική μου τσέπη. Θα έβρισκε κάποιον καλύτερο εραστή; θα άραζε ανάμεσα σε τίποτα μαξιλάρια κανενός καναπέ; Ποιος ξέρει…; Το σίγουρο πάντως ήταν ότι τις περισσότερες φορές, όπου και αν ήμουν, θα έφευγα με έναν αναπτήρα ασχέτως αν ήταν ο δικός μου. Λόγω όμως της χαρακτηριστικής αισθητικής των συγκεκριμένων αναπτήρων, δεν ήταν λίγες οι φορές που τους ξαναείδα στα χέρια κάποιου φίλου. Σε μερικές περιπτώσεις η αντίδραση μου ήταν ένα απλό ‘γεια, τι γίνεται;’ προς τον παλιό μου clipper, ή ένα ‘μου καβάντζωσες τον αναπτήρα μωρή κουφάλα;!’ προς τον νόμιμο πλέον ιδιοκτήτη.

Ο κύκλος όμως συνεχιζόταν. Εγώ αγόραζα πορτοκαλί clippers, τους κρατούσα για μερικές μέρες, με κάποιο μαγικό τρόπο γίνονταν αναπτήρες hondos, πράσινοι bic κλπ, και όταν βρισκόμουν χωρίς ‘φωτιά’ αγόραζα πάλι έναν πορτοκαλί αναπτήρα.

Παρατήρηση

Προφανώς όλοι οι καπνιστές ακολουθούν κάποια παρόμοια τακτική. Αν δεν ίσχυε αυτό, εγώ θα είχα ξοδέψει περίπου 14.886.473 ευρώ σε αναπτήρες και όλοι οι υπόλοιποι καπνιστές του πλανήτη θα είχαν έναν πορτοκαλί αναπτήρα τύπου qu.

Μόλις έκανα αυτή τη σκέψη για πρώτη φορά, προσπάθησα να ερμηνεύσω την ψυχολογία και το σκεπτικό πίσω από αυτή τη στάση απέναντι στο φαινόμενο αυτό, που είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα ωθούσε τον κάθε καπνιστή στο περίπτερο για την αγορά άλλου ένα αναπτήρα.

Συμπέρασμα

Οι σφυγμοί μου αρχίζουν και ανεβαίνουν. Ένα ανάμικτο συναίσθημα ενθουσιασμού και τρόμου μαζί με κυριεύει. Έχω κάνει τη μεγαλύτερη οικονομικοκοινωνική ανακάλυψη του 21ου αιώνα;;;!!! Ε ναι λοιπόν! Μπροστά μου απλώθηκε μια μοναδική αλήθεια. Να γίνω πιο σαφής; Εντάξει.

Η παραπάνω διαδικασία που απεικόνισα, είναι απόλυτα λογική. Αν δεν έχεις αναπτήρα για να ανάβεις τα τσιγάρα σου θα αγοράσεις έναν. Παρόλα αυτά, γνωρίζεις ότι μπορείς κάλλιστα να αποφύγεις την αγορά και να ‘σουφρώσεις’ έναν από την ομήγυρη με πρώτη ευκαιρία. Παράξενο ε;

Ανυποψίαστε φίλε μου, σου ανακοινώνω ότι θέλοντας ή μη έκανες μία απόλυτα σοσιαλιστική πράξη!!! Αγόρασες έναν αναπτήρα που θα χρησιμοποιήσεις ελάχιστα σε σχέση με τη διάρκεια ζωής του, τον παραχωρείς και συχνά δεν τον διεκδικείς. Τροφοδότησες λοιπόν το σύστημα με έναν ακόμα αναπτήρα ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ!!!!!!!!

Τι έκπληξη!!! Εγώ, ένας λόγιος που με θέρμη στηρίζει τα τελευταία χρόνια την άποψη της μη ύπαρξης ιδεολογιών στο σύγχρονο κόσμο, βρίσκομαι τώρα παντελώς διαψευσμένος, όχι από κάποια θεωρία και φαμφαρισμό του κώλου, αλλά από ένα μοναδικό κοινωνικό φαινόμενο· ίσως την τελευταία ένδειξη ότι ο σοσιαλισμός ζει!

Πάω για τσιγάρο

qu

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

9:17 Sunday June 10 2007

Ο ήχος του samsung με ταράζει .Δε θα είναι πάνω από 3 ώρες από τότε που ο Μορφέας με πήρε από το island και με ξάπλωσε στο κρεβάτι μου.Καποιος παλιός γνώριμοςμε θυμήθηκε κάπου στη Φρανκφούρτη.Από το ύφος του μηνύματος του καταλαβαίνω ότι επιστρέφει με άγριες διαθέσεις.Είναι όμως νωρίς.Δεν πρέπει να ξυπνήσω.Αυτή την ώρα της Κυριακής φοβάμαι ότι έχω να τη ζήσω πάνω από χρόνο με πιθανότερο να είναι συνέχεια νύχτας και όχι το ξεκίνημα της μέρας.Προσπαθώ να μετρήσω κανένα πρόβατο(γιατί άραγε πρόβατα και όχι κάποιο άλλο χαριτωμένο ζώο του βασιλείου)μπας και ξανακοιμηθώ.Μάταια.Από την πολύ προσπάθεια αγχώθηκα. Βάζω Floyd γιανα ξυπνήσω πιο γλύκα.Περιέργως με Floyd κοιμήθηκα εκεί γύρω στις 6.Το σκηνικό περιέργως μου θυμίζει κάτι Κυριακές στην fgloucester του Λονδίνου που μπορεί να μην έζησα και ποτέ.Τι ωραία χρόνια .
Τελικά Σάββατο βράδυ ίσως δεν πρέπει να βγαίνω.Ίδιες φάτσες,ίδιες εικόνες, γυναίκες μόνες που ψάχνουν τον επιούσιο,άντρες μόνοι που δεν μπορούν να τους τον δώσουν,ζεύγαρια που προσπαθούν να κρύψουν ότι βαριούνται,κίνηση παντού στην πόρτα,στις τουαλέτες,στο
bar.Μια γυναικεία φωνή αποκρίνεται.
-Δε βρήκες ακόμα καμία κοπέλα που να αξίζει?
-Όχι ρε μάνα ,άσε με πρωινιάτικα.
-Ούτε ξαναείδες την Ε. ?
-Όχι.
-Γιατί? Γιατί έχουν γίνει τόσο δύσκολες οι σχέσεις των ανθρώπων σήμερα?
-Μάλλον γιατί βαριέσαι εύκολα.
-Τους φίλους σου γιατί δεν τους βαριέσαι?
-Ίσως γιατί έχω πολλούς και τους αλλάζω συνέχεια..
Ο ήλιος λάμπει,τα πουλάκια κελαηδούν ακόμη, ο Αίολος έχει ανοίξει τους ασκούς του για τα καλά, και η θάλασσα με καλεί στην αστραφτερή αγκαλιά της.Μάλλον πρέπει να αρχίσω να ξαναθεώρω την Κυριακή σαν την πρώτη μέρα της εβδομάδας.Λοιπόν μια ηλιόλουστη,υπεραισιόδοξη εβδομαδα ξεκινά.Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

The Unsmiling World of Avant Garde

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρυά στο Βορρά, που έκανε πολύ κρύο και είχε συνέχεια χιόνια, ζούσε ένα αγοράκι που τον έλεγαν Βλαδίμηρο. Όταν πήγαινε σχολείο, τα άλλα παιδάκια δεν τον έπαιζαν γιατί ήταν άχρηστος στη μπάλα και τον κοροϊδεύαν όλη την ώρα γιατί είχε από τότε ένα περίεργο τριγωνικό γενάκι. Όταν μεγάλωσε λίγο και έγινε έφηβος με τις γνωστές ορμονικές εκρήξεις, έτρωγε τη μία χιλόπιτα μετά την άλλη γιατί ήταν γάμησε τα στη φάτσα, κοντόχοντρος, με τάσεις για καράφλα από τότε, και μια μόνιμα ξυνισμένη φάτσα, και τα κοριτσάκια προτιμούσαν τα αγοράκια που έμοιαζαν στον όμορφο βασιλιά της χώρας. Έτσι όταν ο Βλαδίμηρος έγινε πια άντρας αποφάσισε να εκδικηθεί την κοινωνία που του φέρθηκε τόσο βάναυσα τραυματίζοντας την ευαίσθητη νεανική ψυχή του, και να καθαρίσει το βασιλιά της που ήταν και ομορφόπαιδο και του έκλεβε τις γκόμενες. Και την εκδικήθηκε για τα καλά...

Ο μικρός Βλαδίμηρος λοιπόν, σε αυτή του την προσπάθεια, έγραψε, είπε και έκανε διάφορες μαλακίες. Το περίεργο δεν είναι αυτές οι μαλακίες – ο καθένας άλλωστε έχει δικαίωμα να πει ότι παπαριά του έρθει στο κεφάλι, καλή ώρα – αλλά ότι με αυτές τις μαλακίες ασχολήθηκε, χιλιάδες κόσμος, προσπαθώντας να καταλάβει τα προσωπικά συμπλέγματα του στερημένου Ουλιάνωφ. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους καμμένους ανά τις δεκαετίας, υπήρξα και εγώ μια εποχή, παλιά. Χάνοντας πολλές πολύτιμες ώρες ελεύθερου χρόνου, που τώρα τον σημαδεύω με το τουφέκι, αντί να είμαι σε τίποτα μπαράκια και να ασχολούμαι με κοριτσάκια, προσπαθούσα να καταλάβω τι ήθελε να πει ο μικρός Βλαδίμηρος, που εν το μεταξύ είχε γίνει Λένιν. Εντάξει, όλοι έχουμε κάνει μαλακίες στη ζωή μας. Ευτυχώς βαρέθηκα γρήγορα και έκοψα αυτή την θανατηφόρα συνήθεια. Γιατί αν δεν κόψεις μικρός τις κακές συνήθειες, τσιγάρο, αλκοόλ, ναρκωτικά, κομμουνισμούς, κουλτούρες και τα λοιπά, τότε μεγαλώνοντας αρχίζουν και γίνονται επικίνδυνες. Και η εξάρτηση πλέον είναι τέτοια, που μόνο η συστηματική επιστημονική θεραπεία μπορεί να την καταπολεμήσει. Και αυτή με δυσκολία. Διότι είναι γνωστό το ρητό: Once a smoker, always a smoker, και ελληνιστί, μια φορά κνίτης, πάντα κνίτης.

Ο Βλαδίμηρος λοιπόν, ανάμεσα στις τόσες αρλούμπες που ξεστόμισε, είπε και κανά δυο καλά εξυπνακίστικα τσιτάτα του στυλ «Αριστερισμός, παιδική ασθένεια του κομμουνισμού», για όλους αυτούς που ενώ κάτι έχουν να πουν και κάνουν μια προσπάθεια, στο τέλος κάπου το χάνουν, γαμιέται η όλη φάση, και καταντούν για αβγά. Με τις καρτέλες, κατά εικοστετράδες.

Και έφτασα εδώ που ήθελα. Ο Αγέλαστος Κόσμος της Πρωτοπορίας λοιπόν. Avant-garde κατά το αγγλοσαξωνικό. Ναι... Τι να πει κανείς; Με μία λέξη, βαριέμαι. Βάζουμε μπόλικη εσωτερική ανάλυση (φοριέται πολύ ο όρος), δύο πρέζες ψυχοδιαταραγμενοανώμαλα άτομα στο μικροσκόπιο, τρία φλιτζάνια του τσαγιού αποθυμένα μιας ζωής, μία φέτα οιδιπόδειο, μισό κιλό σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας, δύο σπυριά καινοτόμες προσεγγίσεις, και ιδού το τρομερό αποτέλεσμα! Τρομερό, προφανώς με την έννοια του τρομακτικού. Αλλά μιλάμε για εφιάλτη, όχι απλώς ένα θριλεράκι.

Δεν μας φτάνουν δηλαδή όλοι οι ανώμαλοι ήρωες του παγκόσμιου θεάτρου και λογοτεχνίας, οι χιλιάδες παραστάσεις και τα έργα που ανεβαίνουν κατά ριπάς, πρέπει να τους ξαναναλύσουμε και πάλι και πάλι, σε παραστάσεις των 4, 5, 6 και βάλε ωρών, με τέταρτες, πέμπτες και έκτες αναγνώσεις. Και ψαρώνει ο κόσμος, στην αγωνία του να μην τον πούνε άσχετο και απολίτιστο. Και δεν τολμάει να πει «Ρε παιδιά είστε για πολλά γιαούρτια, τι μαλακίες είναι αυτές», γιατί θα φάει κράξιμο, από όλους τους κομπλεξικούς ψευτοκουλτουριάδες. Αντί να κάτσουν να κάνουν καμιά παράσταση normal, με χιούμορ, να δει ο κόσμος το πραγματικό θέατρο, τον πραγματικό κινηματογράφο, να καταλάβει τη γοητεία της απλότητας, κάνουν όλες αυτές τις πρωτοποριακές και καλά μαλακίες, προκειμένου να ικανοποιήσουν το γιγαντιαίο εγώ τους και τον εμετικό ναρκισσισμό τους. Δεν τους νοιάζει να πάρουν το κοινό και να πάνε παραπέρα όλοι μαζί ή να μείνουν εδώ και απλώς να περάσουν καλά. Θέλουν να τους βλέπουν με δέος και θαυμασμό ως ταγούς της τέχνης και της διανόησης που ανήγουν νέους δρόμους. Να αυτοεπιβεβαιώνονται διαρκώς, γιατί το έχουν ανάγκη. Όλοι οι κομπλεξικοί, οι αγάμητοι, οι ανασφαλείς, τα ψωνάκια, και πάνω από όλα οι φοιτήτριες των καλών τεχνών και της φιλοσοφικής, αποτελούν αυτόν τον καινούριο γενναίο κόσμο. Αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει τις ψυχώσεις τους, τους βαριέται πολύ γρήγορα και το γυρνάει στον Παρασκευά, για τον οποίο είναι το ίδιο υπεύθυνοι, όσο και η Πάνια. Για να μην πω περισσότερο.

Συνεχίστε λοιπόν τα δικά σας μάγκες, παίχτε σε θέατρα, μπαρ, γκαλερί, παντοπωλεία, σουπερμάρκετ, μπουρδέλα, για να «κατεβάσετε» την «πρωτοπορία» στον κόσμο, βαυκαλιστείτε μέσα στον μικρόκοσμό σας, και προς θεού μην προσπαθήσετε να με προσεγγίσετε. Έχω πολύ χαμηλό επίπεδο για σας. Δεν σας κάνω. Δεν νομίζω, σε αντίθεση με σας, ότι η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.

Υ.Γ.1: Ο τίτλος και η τελευταία φράση του κειμένου είναι κλεμμένα από τον τεράστιο Κωνσταντίνο Τζούμα. Καλό θα κάνει σε όσους βρίσκουν γοητεία στην κάθε είδους avant-garde σκηνή να τον ακούνε τα πρωϊνά. Σίγουρα θα τους κάνει καλό.

Υ.Γ.2: Πραγματικά, δεν καταλαβαίνουν πόσο αφόρητα πληκτικοί είναι; Τόσο μαλάκες πια;