Ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες για τη μικρή αποχή μου από το blog αλλά ως σούπερ δημιουργικός – (παύλα) παραγωγικός νέος που είμαι, έλειπα σε ταξίδι για δουλειές, και ας μην είμαι μπαμπάς. Είχα πάει στη βορειοανατολική ζούγκλα της Βόρνεο για ένα πρότζεκτ που έχω αναλάβει πάνω στη διάσωση της σιέλ σαρανταποδαρούσας
Το μέρος είναι πραγματικά μαγικό. Τέλεια τοπία, γαλήνη, ο άνθρωπος γίνεται ένα με τη φύση. Εδώ είμαστε σκέφτηκα. Θα ηρεμήσω, θα σκεφτώ, θα κάνω μια (και δυο και τρεις μη σου πω) εσωτερικές αναζητήσεις (τέλειες αυτές οι κλισέ εκφράσεις), και γενικότερα θα ξεφύγω απ’ όλους και απ’ όλα. Τα πάντα ήταν γαλήνια. Περπατούσα στις όχθες του ποταμού, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή, τα πουλάκια τιτίβιζαν, τα νεράκια κελάρυζαν, τα φυλλαράκια θρόιζαν. Ξαφνικά, και ενώ τίποτα δεν φαινόταν ικανό να ταράξει αυτή την τόσο αρμονική ατμόσφαιρα, είδα κάτω από ένα πελώριο μπαμπού (τραπεζάκι), αραγμένο ένα έλκηθρο με δύο τάρανδους. Με έζωσαν οι σιέλ σαρανταποδαρούσες. Αφού βούτηξα στο ποτάμι για να τις διώξω (είναι υδρόφοβες, για περισσότερες πληροφορίες κοιτάξτε στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Α4 ή Α3 - Λαρούς), κινήθηκα προς το έλκηθρο. Κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω πως δεν ήμουν μόνος μου. «Ακόμα και εδώ με κυνηγάνε τα κουρέλια;» αναρωτήθηκα, παρακαλώντας να διαψευσθώ και το εν λόγω έλκηθρο να είναι κάποιου άλλου. Αλλά πότε είχα τύχη για να έχω αυτή τη φορά; Στεκόμουν κανά δυο μέτρα μακριά από ένα θάμνο, όταν άκουσα να έρχεται από πίσω του θόρυβος. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις, παραμέρισα τα φύλλα και αυτό που αντίκρισα ήταν χειρότερο και από τους χειρότερους εφιάλτες μου. Ο Ζούγας γυμνός, ξαπλωμένος πάνω στις λάσπες και από πάνω του μια γιγάντια χελώνα χωρίς το καβούκι της (το είχε αφήσει σπίτι της για πλύσιμο), να χαριεντίζονται. «Και εδώ με κυνηγάς ρε πούστη;» του απευθύνθηκα, σε αρκετά έντονο ύφος νομίζω. «Άσε ρε μαλάκα, είχα πήξει στη δουλειά όλη τη βδομάδα και είπα να κάνω ένα διάλειμμα» μου εξήγησε, δικαιολογούμενος ταυτόχρονα και στη χελώνα, η οποία φάνηκε ιδιαίτερα ενοχλημένη απ’ την αναπάντεχη διακοπή. «Οκ, ρε φίλε, σόρρυ, είμαι και εγώ πιεσμένος τον τελευταίο καιρό. Άντε τα λέμε». Έφυγα χωρίς να γυρίσω ούτε καν να κοιτάξω. Αυτό το έχω μάθει από την Πολίτικη Κουζίνα, που ο Χωραφάς μας έδωσε τη συμβουλή να μην κοιτάμε ποτέ πίσω, και εγώ να ξέρετε ότι πιστεύω στον ποιοτικό νέο ελληνικό κινηματογράφο. Παρόλο που ο Ζούγας, για όσους δεν γνωρίζουν το παρουσιαστικό του, είναι πολύ πιο ωραίος από εκείνη την κρυόκωλη Τουρκάλα (Καλιμά, Ναζίμ Χικμέτ, Αϊσέ, Αϊμάρ κάπως έτσι τέλος πάντων), άκουσα τη συμβουλή. Δεν ξέρω τι απέγινε ούτε ο Ζούγας, ούτε η χελώνα. Πετώντας πάνω από τις Κορδιλιέρες Άλπεις, κάπου πάνω από το ενεσοπέδιο του Θιβέτ, στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του Ζούγα με τη χελώνα. Νόμιζα ότι τα κουρέλια είχαν οικολογική συνείδηση. Δεν δέχομαι ο φίλος μου να ασελγεί πάνω στο γυμνό κορμί ενός υπό εξαφάνιση ερπετού. Είχα προβληματιστεί τόσο πολύ που ήξερα πως μόνο η πολύ ψηλή κουλτούρα μπορούσε να με ηρεμήσει. Ο ταρίφας στο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είναι ψιλοδυσαρεστημένο αυτό τον καιρό, μιας και δεν το έκαναν ομοίωμα στο Τισσώ, ήξερε. «Κουρελόσπιτο ε;». «Όπως είσαι» ανταπάντησα. Σε ένα τεταρτάκι έβαζα το κλειδί στην πόρτα. Τα κουρέλια ήταν ήδη εκεί. Και ο δάσκαλος επίσης. «Ψηλή κουλτούρα σου έρχομαι». Ήμουν σίγουρος ότι η έβδομη τέχνη θα με ηρεμούσε. Άραξα στον καναπέ. Το κουβερτάκι με χάιδεψε γλυκά. Οι «Τηλεκανίβαλοι» ξεκίνησαν. Δάσκαλος vs Βόρνεο: Στάνταρ άσσος.
Το μέρος είναι πραγματικά μαγικό. Τέλεια τοπία, γαλήνη, ο άνθρωπος γίνεται ένα με τη φύση. Εδώ είμαστε σκέφτηκα. Θα ηρεμήσω, θα σκεφτώ, θα κάνω μια (και δυο και τρεις μη σου πω) εσωτερικές αναζητήσεις (τέλειες αυτές οι κλισέ εκφράσεις), και γενικότερα θα ξεφύγω απ’ όλους και απ’ όλα. Τα πάντα ήταν γαλήνια. Περπατούσα στις όχθες του ποταμού, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή, τα πουλάκια τιτίβιζαν, τα νεράκια κελάρυζαν, τα φυλλαράκια θρόιζαν. Ξαφνικά, και ενώ τίποτα δεν φαινόταν ικανό να ταράξει αυτή την τόσο αρμονική ατμόσφαιρα, είδα κάτω από ένα πελώριο μπαμπού (τραπεζάκι), αραγμένο ένα έλκηθρο με δύο τάρανδους. Με έζωσαν οι σιέλ σαρανταποδαρούσες. Αφού βούτηξα στο ποτάμι για να τις διώξω (είναι υδρόφοβες, για περισσότερες πληροφορίες κοιτάξτε στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Α4 ή Α3 - Λαρούς), κινήθηκα προς το έλκηθρο. Κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω πως δεν ήμουν μόνος μου. «Ακόμα και εδώ με κυνηγάνε τα κουρέλια;» αναρωτήθηκα, παρακαλώντας να διαψευσθώ και το εν λόγω έλκηθρο να είναι κάποιου άλλου. Αλλά πότε είχα τύχη για να έχω αυτή τη φορά; Στεκόμουν κανά δυο μέτρα μακριά από ένα θάμνο, όταν άκουσα να έρχεται από πίσω του θόρυβος. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις, παραμέρισα τα φύλλα και αυτό που αντίκρισα ήταν χειρότερο και από τους χειρότερους εφιάλτες μου. Ο Ζούγας γυμνός, ξαπλωμένος πάνω στις λάσπες και από πάνω του μια γιγάντια χελώνα χωρίς το καβούκι της (το είχε αφήσει σπίτι της για πλύσιμο), να χαριεντίζονται. «Και εδώ με κυνηγάς ρε πούστη;» του απευθύνθηκα, σε αρκετά έντονο ύφος νομίζω. «Άσε ρε μαλάκα, είχα πήξει στη δουλειά όλη τη βδομάδα και είπα να κάνω ένα διάλειμμα» μου εξήγησε, δικαιολογούμενος ταυτόχρονα και στη χελώνα, η οποία φάνηκε ιδιαίτερα ενοχλημένη απ’ την αναπάντεχη διακοπή. «Οκ, ρε φίλε, σόρρυ, είμαι και εγώ πιεσμένος τον τελευταίο καιρό. Άντε τα λέμε». Έφυγα χωρίς να γυρίσω ούτε καν να κοιτάξω. Αυτό το έχω μάθει από την Πολίτικη Κουζίνα, που ο Χωραφάς μας έδωσε τη συμβουλή να μην κοιτάμε ποτέ πίσω, και εγώ να ξέρετε ότι πιστεύω στον ποιοτικό νέο ελληνικό κινηματογράφο. Παρόλο που ο Ζούγας, για όσους δεν γνωρίζουν το παρουσιαστικό του, είναι πολύ πιο ωραίος από εκείνη την κρυόκωλη Τουρκάλα (Καλιμά, Ναζίμ Χικμέτ, Αϊσέ, Αϊμάρ κάπως έτσι τέλος πάντων), άκουσα τη συμβουλή. Δεν ξέρω τι απέγινε ούτε ο Ζούγας, ούτε η χελώνα. Πετώντας πάνω από τις Κορδιλιέρες Άλπεις, κάπου πάνω από το ενεσοπέδιο του Θιβέτ, στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του Ζούγα με τη χελώνα. Νόμιζα ότι τα κουρέλια είχαν οικολογική συνείδηση. Δεν δέχομαι ο φίλος μου να ασελγεί πάνω στο γυμνό κορμί ενός υπό εξαφάνιση ερπετού. Είχα προβληματιστεί τόσο πολύ που ήξερα πως μόνο η πολύ ψηλή κουλτούρα μπορούσε να με ηρεμήσει. Ο ταρίφας στο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είναι ψιλοδυσαρεστημένο αυτό τον καιρό, μιας και δεν το έκαναν ομοίωμα στο Τισσώ, ήξερε. «Κουρελόσπιτο ε;». «Όπως είσαι» ανταπάντησα. Σε ένα τεταρτάκι έβαζα το κλειδί στην πόρτα. Τα κουρέλια ήταν ήδη εκεί. Και ο δάσκαλος επίσης. «Ψηλή κουλτούρα σου έρχομαι». Ήμουν σίγουρος ότι η έβδομη τέχνη θα με ηρεμούσε. Άραξα στον καναπέ. Το κουβερτάκι με χάιδεψε γλυκά. Οι «Τηλεκανίβαλοι» ξεκίνησαν. Δάσκαλος vs Βόρνεο: Στάνταρ άσσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου