Την πρατηρούσα ώρα. Στεκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ακουμπισμένος στα κάγκελα της όχθης. Καθόταν σταυροπόδι στο τραπεζάκι, στο παράθυρο.
Προφίλ. Η μύτη της ίσια. Ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Αριστοκρατική. Το πορτοκαλί που παίρνει ο ήλιος πριν βουτήξει στη δύση έπεφτε στο πρόσωπό της. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν μπόρεσα να δω τον τίτλο. Καλύτερα. Ακόμα και σήμερα μπορώ να φαντάζομαι ότι θέλω. Κάπνιζε. Πολύ. Κανονικά τσιγάρα. Όχι σλιμ, όχι με λευκό φίλτρο. Σαν και αυτά που κάναμε στα κλεφτά στις τουαλέτες του σχολείου, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους να καταξιωθούμε σαν άντρες. Ποτέ δεν το καταφέραμε. Το δέρμα της έλαμπε. Απόλυτα στιλπνό. Κοριτσίστικο. Και ας ήταν γύρω στα τριάντα. Αυτό το δέρμα της..
Δεν άντεξα άλλο το φυσικό εμπόδιο του τζαμιού. Μπήκα μέσα και έκατσα στο διπλανό τραπεζάκι. Περνώντας δίπλα της με πλημμύρισε το άρωμά της. Είναι αυτό που ακόμα θυμάμαι πιο έντονα. Μπροστά της βρισκόταν ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι. Άχνιζε ακόμα. Δεν σήκωσε ούτε το βλέμμα. Έκανα ότι διάβαζα κάποια εφημερίδα. Δεν μπορούσα να την κοιτάω απροκάλυπτα. Έπρεπε να προφασιστώ έναν λόγο που έκατσα στο συγκεκριμένο τραπεζάκι, εκτός από τον προφανή. Βλέπεις κοινωνικοί κανόνες. Πάντα τους ακολουθούσα. Αντιδραστικός μέσα στα προβλεπόμενα όρια. Το κομμάτι του προσώπου της που ήταν στη σκιά, γινόταν ακόμαν πιο ασαφές ανάμεσα στον καπνό. Ανέκφραστη. Καμία παραμόρφωση.
Προφίλ. Η μύτη της ίσια. Ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Αριστοκρατική. Το πορτοκαλί που παίρνει ο ήλιος πριν βουτήξει στη δύση έπεφτε στο πρόσωπό της. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν μπόρεσα να δω τον τίτλο. Καλύτερα. Ακόμα και σήμερα μπορώ να φαντάζομαι ότι θέλω. Κάπνιζε. Πολύ. Κανονικά τσιγάρα. Όχι σλιμ, όχι με λευκό φίλτρο. Σαν και αυτά που κάναμε στα κλεφτά στις τουαλέτες του σχολείου, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους να καταξιωθούμε σαν άντρες. Ποτέ δεν το καταφέραμε. Το δέρμα της έλαμπε. Απόλυτα στιλπνό. Κοριτσίστικο. Και ας ήταν γύρω στα τριάντα. Αυτό το δέρμα της..
Δεν άντεξα άλλο το φυσικό εμπόδιο του τζαμιού. Μπήκα μέσα και έκατσα στο διπλανό τραπεζάκι. Περνώντας δίπλα της με πλημμύρισε το άρωμά της. Είναι αυτό που ακόμα θυμάμαι πιο έντονα. Μπροστά της βρισκόταν ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι. Άχνιζε ακόμα. Δεν σήκωσε ούτε το βλέμμα. Έκανα ότι διάβαζα κάποια εφημερίδα. Δεν μπορούσα να την κοιτάω απροκάλυπτα. Έπρεπε να προφασιστώ έναν λόγο που έκατσα στο συγκεκριμένο τραπεζάκι, εκτός από τον προφανή. Βλέπεις κοινωνικοί κανόνες. Πάντα τους ακολουθούσα. Αντιδραστικός μέσα στα προβλεπόμενα όρια. Το κομμάτι του προσώπου της που ήταν στη σκιά, γινόταν ακόμαν πιο ασαφές ανάμεσα στον καπνό. Ανέκφραστη. Καμία παραμόρφωση.
Αναπόλησα τα χρόνια που της Γάνδης. Η Γάνδη του μεσοπολέμου ήταν ένα παραμύθι. Σαν πίνακας του Σαγκάλ. Η Γάνδη των περιφερόμενων ζωγράφων, των ποιητών, των αριστοκρατικών γυναικών. Η Γάνδη της Ιζαμπέλ. Η Γάνδη της νεότητάς μου.
Όσο ήμουν χαμένος στις μνήμες μου, την είδα να σηκώνεται. Και τότε με κοίταξε. Εκεί είδα τα μάτια. Πράσινα. Σκούρα. Μου χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Πήρε τη τσάντα της, σηκώθηκε και κινήθηκε προς την πόρτα. Τι περπάτημα! Το μάτι μου την ακολούθησε, μέχρι που χάθηκε απ’ το οπτικό μου πεδίο. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Όσο ήμουν χαμένος στις μνήμες μου, την είδα να σηκώνεται. Και τότε με κοίταξε. Εκεί είδα τα μάτια. Πράσινα. Σκούρα. Μου χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Πήρε τη τσάντα της, σηκώθηκε και κινήθηκε προς την πόρτα. Τι περπάτημα! Το μάτι μου την ακολούθησε, μέχρι που χάθηκε απ’ το οπτικό μου πεδίο. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
3 σχόλια:
Νομίζω ότι την είδα κάπου κι εγώ. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αλλά η περιγραφή ταιριάζει γάνδη!
ayto to ar8raki nomizw oti ajizei na synexistei..!se afinei me tn agwnia tu "kai meta??ti??"..gia kane kati...:)
me koitakse. tis xamogelasa.
20 xronia meta foraw avola tis pantofles ths giati to mpanio exei nera.
Δημοσίευση σχολίου