Συνολικές προβολές σελίδας

Παπάρ ... Yes !!!!!

Παπάρ ... Yes !!!!!

Τρίτη 22 Μαΐου 2007

χουυυυυυυυυυυμορ



??????????????? ΙΝΤΕRΑCTIVE POST ERWTHSH ???????????????????????????


ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ( ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ) ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ

ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ COMMENT TON OΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ...


η διεύθυνση

-------------


ΥΓ

- 2 απαντήσεις θα προωθηθούν στον ετήσιο διαγωνισμό Ionesko "the bold singer" στη Λυόν

- αναφέρω ότι η υπάρχουσα γραμματεία για την εν λόγω σοβαρότατη βαθυστόχαστη έννοια είναι τουλάχιστον ανεπαρκής (oxford: the quality of being amusing / cambridge: the characteristic of being funny etc etc ) συνεπώς για ακόμα μια φορά η συνδρομή σας στην διεύρυνση της ανθρώπινης γνώσης είναι καθοριστική


Εμπρός γενναίοι μου.....
...

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Ρουά Ματ


Ένα σκοτεινό μπαλκόνι στο κέντρο της Αθήνας. Η φωτισμένη Ακρόπολη. Το φεγγάρι φωτίζει τον Αττικό ουρανό. Σιωπή. H φωνή του Χριστόπουλου καληνυχτίζει για άλλη μία φορά τους νυχτερινούς ακροατές του. Η ώρα 12 παρά κάτι ψιλά. Όχι ότι παίζει ρόλο για τις μορφές στο σκοτεινό μπαλκόνι. Ασάλευτοι, ξαπλωμένοι στις λευκές ξαπλώστρες, ανάμεσα στα φυτά, απολαμβάνουν την βότκα τους. Έχουν γίνει ένα με το σκοτάδι που κυριαρχεί.

Ατενίζουν την φωτισμένη Ακρόπολη. Οι σκέψεις τους ταξιδεύουν. Κάπου διασταυρώνονται. «Δεν θα ήταν πολύ όμορφα αν η Ακρόπολη δεν είχε καταστραφεί και μπορούσαμε να την θαυμάσουμε άθικτη??» Πονηρά χαμόγελα σχηματίζονται στα πρόσωπα των τριών. Η συνειδητοποίηση ότι μοιράζεσαι τις ίδιες σκέψεις με κάποιον σκοτώνει κάθε συναίσθημα μοναξιάς και σου δημιουργεί ευφορία. Λένε ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πιο απλά πράγματα. Σε μια φωτογραφία ή σε ένα τραγούδι, σε μια αγκαλιά, σε ένα αστείο ή σε ένα γέλιο, στις αναμνήσεις. Η σκέψη τους πετάει στο παρελθόν, στο παρόν μα όχι στο μέλλον. Θυμούνται, σχολιάζουν μα δεν ονειρεύονται. Δεν είναι βράδυ για όνειρα. «Ν’ αγαπάς και να θυμάσαι...». Μια απλή φράση που κρύβει μέσα της τόση μα τόση δύναμη. Η αναφορά της πυροδοτεί κύματα συναισθημάτων.
Ένα ζευγάρι μάτια τους παρακολουθεί από ψηλά. Ο συμπαντικός φαρσέρ ξαπλώνει στ’ αστέρια σίγουρος ότι οι φιγούρες στο μπαλκόνι έχουν ανατρέψει τα σχέδιά του προς συμφέρον τους...δεν γελάει αυτή τη φορά...ίσως την επόμενη.

Ένα χέρι απλώνεται να πιάσει τη βότκα. Την χύνει άτσαλα στο ποτήρι. Η επόμενη κίνηση θα είναι να αφήσει μια γουλιά να του κάψει τον οισοφάγο...Στην υγειά μας μέχρι να ξανασυναντηθούμε Συμπαντικέ Φαρσέρ.

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Hide & Seek

Ξαφνικά είμαι 9. Ακουμπάω στην ξύλινη κολώνα. Οι αγκώνες μου δεν απολαμβάνουν αυτή την στιφή αίσθηση και ήδη νιώθω τις σκλήθρες να πολιορκούν το δέρμα μου. Μια πρόκα ίσα ίσα που με αγγίζει πίσω από την παλάμη του δεξιού μου χεριού αλλά την αγνοώ. Πρέπει να μετρήσω. Με αργό ρυθμό που γίνεται προς όφελός μου ταχύτερος μετά τα πρώτα πενήντα μετράω το γνωστό και αγαπημένο μου πέντε-δέκα-δεκαπέντε-είκοσι-εικοσιπέντε κλπ. Στα δυακόσια θα σταματήσω. Ήδη ακούω τα βήματά τους.

Τους ακούω να τρέχουν. Προσποιούνται ότι πάνε προς το φούρνο αλλά μετά πάνε προς το στενάκι. Ακούω γελάκια και ψιθύρους. Τους απρόσεκτους, θα τους βρω σίγουρα. Μέχρι να φτάσω στα δυακόσια, ήδη έχω φανταστεί όλα τα πιθανά μέρη που μπορεί να έχουν κρυφτεί. Όλες οι αισθήσεις μου είναι στο μέγιστο. Νιώθω το απογευματινό αεράκι, η καλοκαιρινή υγρασία με αγκαλιάζει, μυρίζω τις ντοματιές της κυρίας Κατερίνας από το μπαξέ της, ακούω μουσική από το μπαλκόνι του κυρίου Κώστα αλλά είμαι συγκεντρωμένος στο παιχνίδι μου.
Ξέρω ότι μόλις τελειώσουμε, θα μου έχει φτιάξει η γιαγιά μου σαντουιτσάκι με ντομάτα και φέτα. Ανοίγω επιτέλους τα μάτια.

Ψάχνω μέσα στο σκοτάδι να βρώ το ρολόι μου. Μάταια. Ρίχνω τα τσιγάρα μου κάτω μαζί με τον αναπτήρα και αγγίζω το διακόπτη. Από τη λάθος πλευρά. Τεντώνομαι ακόμα λίγο και ανοίγω το πορτατίφ. Το φως αχνό. Πάλι δε βλέπω. Τρίβω τα μάτια μου και όλα γίνονται πιο καθαρά εκτός από το μυαλό μου. Βαρύ και οκνό το κεφάλι μου. Πιάνω το σεντόνι και το φέρνω μέχρι το λαιμό, διπλώνω τα γόνατα προς το μέρος μου και μπαίνω πάλι στο μαξιλάρι. Κλεινω τα μάτια μου στιγμιαία και τελικά τα ανοίγω οριστικά. Χασμουριέμαι δυνατά και δακρύζω ελαφρά. Ξυπνάω και τεντώνομαι χέρια-πόδια. Γυρίζω πλευρό και πέφτω πάνω της. Όχι πάλι ρε...Το πολύ ποτό με κάνει και ξεχνώ και τα πιο σημαντικά πράγματα. Εγω της είχα πει ότι δεν έπρεπε να πιούμε τόσο πολύ. Είχε να με δεί καιρό. Από τότε. Και εγώ χάρηκα που την είδα. Αλλά όταν αρχίσουν τα ποτά πάνω στη χαρά και το ένα φέρει το άλλο τότε δεν ξέρω αν πρέπει να ενθουσιάζομαι με το πρωινό θέαμα της επιπολαιότητάς μου. Σκέψεις που κάνω γρήγορα και αμέσως τις χάνω. Κοιτάζω λίγο ακόμα το ταβάνι. Πόσο αλλάζει ο κόσμος λέω. Τη μια είμαστε δύο χαζά πιτσιρίκια και την άλλη δύο αποφασισμένοι ενήλικες. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Τότε ξέραμε τι θέλαμε ενώ τώρα κάνουμε σαν παιδιά. Και τί το κακό έχει να μένεις πάντα παιδί... Μάλλον στα θέματα του έρωτα και των σχέσεων δεν πρέπει να κάνω βλακείες. Σταματάω να σκέφτομαι. Θέλω επειγόντως να γλυστρίσω κάτω από τα σεντόνια και να πιω μια γουλιά καφέ. Να ξυπνήσω, να νιώσω άνθρωπος. Την ξανακοιτάζω. Μα γιατί το έκανα, λέω και χώνω τη μούρη μου μες στις παλάμες μου. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και τώρα κοιτάζω το πατωμα. Τί θα γίνει μόλις ξυπνήσει και με δει και αντιληφθεί τί έχει συμβεί...Θα ντραπεί, θα θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Και μένα μάλλον. Μήπως να βάλω το τζην μου, να ανοίξω την πόρτα και να χαθώ για πάντα. Έτσι δεν θα χρειαστεί να ξανακοιταχτούμε στα μάτια και να νιώσουμε αμήχανα. Πρέπει να γλυτώσω από αυτήν την κατάσταση. Με γρήγορες κινήσεις βάζω κάλτσες, τζην, παπούτσια, μπλούζα, κάνω μεγάλα βήματα στο χωλ και ανοίγω την πόρτα.

Φτού και βγαίνω. Κοιτάζω γύρω μου προσεκτικά. Στα πιο προφανή σημεία κρύβεται πάντα ο εχθρός. Εγώ τουλάχιστον έτσι κάνω και τους αιφνιδιάζω. Δεν είναι κανείς. Ούτε πίσω από το Μάντα του θείου μου. Πάω από εκεί που άκουσα τα βήματα. Λάθος, ήταν προσποίηση. Πηγαίνω προς το στενάκι. Προχωρά, προχωράω, η καρδιά μου πάει να σπάσει. Κοιτάζω με αγωνία πίσω μου μη μου βγουν ξαφνικά. Απομακρύνομαι λίγο ακόμα από την κολώνα. Από εδώ τους άκουσα, θα είναι στην αυλή της Ελένης. Ανοίγω την καγκελόπορτα με το σύρτη, έχει πολύ σκοτάδι και φοβαμαι να πάω πιο κάτω. Λέω να ξαναγυρίσω. Οχι, την πάτησα, από τη μεριά του φούρνου, όλοι μαζί τρέχουνε προς την κολώνα, φορτσάρω να τους φτάσω αλλά μάταια. Δεν προλαβαίνω και τη βλέπω τελευταία να φτάνει στην κολώνα.

Φτου ξελευτερία....

Κλεινω την πόρτα πίσω μου λαχανιασμένος. Είκοσι χρόνια μετά και ακόμα παίζω κρυφτό...

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

5:27

Η σκιά της κινείται αργά προς το μέρος μου και εγώ τρέχω χωρίς να ξέρω το γιατί…τρέχω αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω. Τα πόδια μου γίνονται όλο και πιο βαριά. Όταν τελικά τα μάτια της φαίνονται μέσα στο σκοτάδι καταλαβαίνω ότι είναι πια αργά. Ποια είναι; Όλες και καμία. Δεν έχει σημασία. Τα χέρια της γλιστράνε γύρω από το λαιμό μου. Ξαφνικά νιώθω μία αλλόκοτη ηρεμία. Τα χείλη της πλησιάζουν το αφτί μου… ‘δε με αγάπησες ποτέ…δε θα μάθεις ποτέ να αγαπάς’. Η αναπνοή μου κόβεται καθώς τα χέρια της σφίγγουν…σφίγγουν.

Ο ιδρώτας στάζει από το μέτωπό μου, προσπαθώ να ηρεμίσω και να ξαναβρώ την αναπνοή μου. Οι υπερμεγέθεις κόκκινοι αριθμοί από το ψηφιακό ρολόι δίπλα στο κρεβάτι μου, δείχνουν 5:27. Η αφόρητη ζέστη και ο θόρυβος από το σκουπιδιάρικο που περισυλλέγει τα υπολείμματα της καθημερινότητας μας, με κάνουν να δεχτώ ότι κάπου εδώ ο ύπνος μου έχει τελειώσει για απόψε. ‘Δε γαμιέται…έτσι κι αλλιώς είναι Σάββατο’ λέω, και σέρνομαι προς το μπάνιο.

Το κρύο νερό είναι ότι καλύτερο μπορεί να μου συμβεί αυτή τη στιγμή. Κάθομαι για ώρα μέσα στο ντους και το απολαμβάνω. Το παρατηρώ να κυλάει πάνω μου και να παρασέρνει τα σημάδια από αυτό το περίεργο όνειρο. Το βλέμμα μου πάει ανάμεσα στα πόδια μου… ‘δε μας παρατάς και εσύ τώρα’. Βγαίνω υποκρινόμενος πως είμαι σχεδόν ξαναγεννημένος, τυλίγω μία πετσέτα γύρω από τη μέση μου και αφήνω τον αέρα να κάνει τα υπόλοιπα.

Πάνω στο γραφείο βρίσκεται ένας απολιθωμένος καφές. Χωρίς δεύτερη σκέψη προσθέτω μερικά παγάκια, σκαλίζω με το καλαμάκι και ελπίζω η διέγερση από την καφεΐνη να επισκιάσει κάθε πιθανότητα δηλητηρίασης. Τα νερά που στάζουν από τα μαλλιά μου μουλιάζουν το τσιγάρο που κρέμεται από τα χείλη μου, αλλά δεν το εμποδίζουν να μου προσφέρει την πρώτη ηδονή του Σαββατοκύριακου. Το πρώτο φως της ημέρας αρχίζει να υπερισχύει αυτού της οθόνης του υπολογιστή. New mail 0. ‘Σιγά μην κάτσει κανείς να ασχοληθεί μαζί σου ρε’.

Το mp3 player γεμίζει καθώς μαζεύω τα ρούχα από το πάτωμα και τα πετάω πάνω μου. Ένας τελευταίος έλεγχος για την αγία τετράδα - τσιγάρα, κλειδιά, πορτοφόλι, κινητό. Κλείνω την πόρτα και κατεβαίνω τα 14 σκαλιά που με χωρίζουν από τον δρόμο. Πατάω το play και προσπαθώ να αποφασίσω προς το πού να κατευθυνθώ. Η κατηφόρα, οπουδήποτε και αν αυτή καταλήγει, είναι καλύτερη επιλογή. Μονόδρομος.

Προσπαθώ να αφήσω τη μουσική να με κάνει να μη σκέφτομαι τίποτα, αλλά τα λόγια της γυναίκας έχουν αρχίσει να τρυπάνε το μυαλό μου. Μπαίνω σε σκέψεις όσο κι αν θέλω να το αποφύγω. Αντιλαμβάνομαι ότι, όπως πάντα, περπατάω με το βλέμμα χαμηλωμένο. Μήπως έχει δίκιο.

-Γιατί δε σηκώνεις το κεφάλι σου στον κόσμο; Βαριέσαι ή φοβάσαι;…ντρέπεσαι ή σιχαίνεσαι;
-Μα δεν είναι κανείς εκεί έξω, αυτό το έχω μάθει καλά.
-Ίσως…αν δε φωνάξεις όμως κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει
-Εγώ νόμιζα ότι ένας ψίθυρος αρκεί

Κενό

Μισό πακέτο αργότερα βρίσκομαι πάλι έξω από την πολυκατοικία. Άραγε τα παγάκια έχουν λιώσει;